Αρχαία θέατρα που μετά από αιώνες γοητεύουν με την ιστορία τους
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου
Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ιερού που ήταν αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της αρχαιότητας, τον Ασκληπιό, στο Ασκληπιείο Επιδαύρου. Είναι χτισμένο στη δυτική πλαγιά του Κυνόρτιου όρους. Βρίσκεται κοντά στο σημερινό Λυγουριό της Αργολίδας και ανήκει στον Δήμο Επιδαύρου. Θεωρείται το τελειότερο αρχαίο ελληνικό θέατρο από άποψη ακουστικής και αισθητικής.
Ιστορία του θεάτρου
Κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Πολύκλειτο τον Νεότερο όπως αναφέρει ο Παυσανίας ο οποίος εξαίρει το θέατρο για τη συμμετρία και την ομορφιά του. Με μέγιστη χωρητικότητα 13.000 – 14.000 θεατών το θέατρο φιλοξενούσε τους μουσικούς, ωδικούς και δραματικούς αγώνες που συμπεριλαμβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο θεραπείας των ασθενών, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως η παρακολούθηση δραματικών παραστάσεων είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ψυχική και σωματική υγεία των ασθενών.
Περιγραφή μνημείου
Το μνημείο σήμερα διατηρεί τη χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση ενός ελληνιστικού θεάτρου, διαθέτει δηλαδή κοίλο, ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το θέατρο δεν υπέστη μετατροπές όπως αρκετά ελληνικά θέατρα.
Το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου χτίστηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις: η πρώτη τοποθετείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και η δεύτερη στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.
Το κοίλο του διαιρείται καθ’ ύψος σε δύο άνισα τμήματα, το κάτω κοίλο ή θέατρο και το άνω θέατρο ή επιθέατρο. Τα δύο επιμέρους τμήματα χωρίζονται από ένα οριζόντιο διάδρομο κίνησης των θεατών (πλάτους 1.82 μ.), το διάζωμα. Το κάτω τμήμα του κοίλου διαιρείται σε 12 σφηνοειδή τμήματα, τις κερκίδες, ενώ το άνω τμήμα του σε 22. Οι κατώτερες σειρές του άνω και κάτω κοίλου έχουν τη μορφή προεδρίας, θέσεις δηλαδή που προορίζονταν για σημαντικά πρόσωπα. Ο σχεδιασμός του κοίλου είναι μοναδικός και βασίστηκε σε τρία κέντρα χάραξης. Χάρη στον ιδιαίτερο αυτό σχεδιασμό επιτεύχθηκε αφ’ ενός η τέλεια ακουστική του θεάτρου, αφ’ ετέρου το άνοιγμα προς την καλύτερη θέαση.
Το κέντρο του θεάτρου αποτελεί η κυκλική ορχήστρα, διαμέτρου 20 μ. Στο κέντρο της βρίσκεται κυκλική λίθινη πλάκα, η βάση του βωμού, ή η θυμέλη. Την ορχήστρα περιβάλλει ειδικός υπόγειος αποχετευτικός αγωγός, ο εύριπος, πλάτους 1.99 μ, τον οποίο κάλυπτε λίθινος κυκλικός διάδρομος.
Απέναντι από το κοίλο και πίσω από την ορχήστρα αναπτύσσεται το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου. Η μορφή της σκηνής (η οποία εν μέρει διατηρείται και σήμερα) χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο και αποτελείται από διώροφο σκηνικό οικοδόμημα και προσκήνιο μπροστά στη σκηνή. Το προσκήνιο είχε στην πρόσοψή του κιονοστοιχία. Εκατέρωθεν του προσκηνίου προεξείχαν ελαφρά τα δύο παρασκήνια. Ανατολικά και δυτικά των δύο παρασκηνίων υπήρχαν δύο μικρά ορθογώνια δωμάτια για τις ανάγκες των παραστάσεων. Δύο κεκλιμένα επίπεδα οδηγούσαν στην στέγη του προσκηνίου, στο λογείο όπου αργότερα έπαιζαν οι ηθοποιοί. Τέλος, το θέατρο διέθετε δύο μεγαλοπρεπείς θύρες, οι οποίες είναι σήμερα αναστηλωμένες.
Η πρώτη συστηματική ανασκαφή στο θέατρο ξεκίνησε το 1881 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία και διατηρήθηκε σε πολύ καλή κατάσταση χάρη στις αναστηλωτικές επεμβάσεις του Π. Καββαδία (1907), του Α. Ορλάνδου (1954-1963) και της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου (1988 – 2016). Με τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν το θέατρο έχει ανακτήσει – εκτός από το σκηνικό οικοδόμημα – σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την αρχική του μορφή.
Ιστορία χρήσης του μνημείου
Το μνημείο αποτελεί πόλο έλξης μεγάλου αριθμού Ελλήνων και ξένων επισκεπτών και χρησιμοποιείται για την παρουσίαση παραστάσεων αρχαίου δράματος. Η πρώτη παράσταση στο θέατρο της Επιδαύρου ήταν η τραγωδία Ηλέκτρα του Σοφοκλή που ανέβηκε το 1938, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού και την Ελένη Παπαδάκη.
Οι παραστάσεις σταμάτησαν στην συνέχεια λόγω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι θεατρικές παραστάσεις, στο πλαίσιο του οργανωμένου φεστιβάλ, ξεκίνησαν το 1954 και από τον επόμενο χρόνο (1955) καθιερώθηκαν ως ετήσιος θεσμός παρουσίασης του αρχαίου δράματος. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και διεξάγεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το θέατρο έχει σποραδικά χρησιμοποιηθεί και για να φιλοξενήσει σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου έχουν παρουσιαστεί στο αρχαίο θέατρο ορισμένοι από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, αλλά και η διάσημη Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Διασκορπισμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη του μεσογειακού κόσμου, τα αρχαία θέατρα είναι κατάλοιπο της πολιτιστικής κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας που δεν έχει πάψει να γοητεύει τους επισκέπτες και να προσφέρει μια ανεπανάληπτη θεατρική εμπειρία. Με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και αισθητική, τα αμφιθεατρικά υπαίθρια θέατρα αποτελούσαν τόπους συνάθροισης και υψηλής καλλιτεχνικής παραγωγής που, όμως, για αιώνες είχαν ξεχαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί πάνω από 100 αρχαία ελληνικά θέατρα σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία και Μικρά Ασία που εντυπωσιάζουν.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο ως αρχιτεκτόνημα είναι μια υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία. Χρησίμευε για θρησκευτικές τελετουργίες, αγώνες μουσικής και ποίησης, θεατρικές παραστάσεις, συνελεύσεις του δήμου ή της βουλής της πόλης-κράτους, ακόμα και ως αγορά. Κατά την Αρχαϊκή Περίοδο οι θεατρικοί χώροι διαμορφώνονταν με ήπιες επεμβάσεις σε χαμηλές, φυσικές κατωφέρειες του εδάφους χωρίς λίθινες κατασκευές, ή το πολύ-πολύ με συσσώρευση χωμάτων. Τέτοιες κατασκευές δύσκολα μπορούν να εντοπιστούν από την αρχαιολογική έρευνα. Ορχήστρα γύρω από την οποία στήνονταν ξύλινα καθίσματα έχει εντοπιστεί ωστόσο στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας. Εκεί τελούνταν στα χρόνια του τυράννου Πεισίστρατου οι θεατρικοί αγώνες, που από την εποχή του Κλεισθένη μεταφέρθηκαν στο Θέατρο του Διονύσου, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Γύρω στο 335-330 π.Χ., επί Λυκούργου, ανακατασκευάστηκε αυτό το θέατρο εξολοκλήρου από λίθο. Τότε πια αποκρυσταλλώθηκε ο αρχιτεκτονικός τύπος του θεάτρου στη λίθινη μορφή του.
Τα μέρη του θεάτρου και η εξέλιξή τους
Στο κέντρο ενός αρχαίου ελληνικού θεάτρου βρίσκεται μια κυκλική, συχνά πλακόστρωτη πλατεία, η ορχήστρα όπου έπαιρνε θέση με την έναρξη της θεατρικής παράστασης ο χορός και εκεί ανέπτυσσαν τη δράση τους κατά την πρώιμη περίοδο και οι υποκριτές. Η ορχήστρα, με άλλα λόγια, ήταν η σκηνή των σημερινών θεάτρων. Ο εύριπος, ένας αγωγός απορροής στην περίμετρο της ορχήστρας, τη χώριζε από τον αμφιθεατρικό χώρο των καθισμάτων και την προστάτευε από πλημύρα σε περίπτωση βροχής. Ο αμφιθεατρικός χώρος που περιέβαλλε τη σκηνή ονομάζεται κοίλον. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν η θυμέλη, ένας βωμός για τον θεό Διόνυσο.
Σκηνή στο αρχαίο θέατρο ονομάζεται ένα ορθογώνιο, μακρόστενο, στεγασμένο κτήριο, που προστέθηκε τον 5ο αι. π.Χ. στην περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Αρχικά η σκηνή ήταν ισόγεια και χρησιμοποιόταν μόνο ως αποδυτήριον, όπως τα σημερινά παρασκήνια και τα καμαρίνια. Μπροστά της, προς την πλευρά της ορχήστρας, βρισκόταν το προσκήνιον, μια στοά με κίονες ή ημικίονες. Ανάμεσα στα μετακιόνια διαστήματα του προσκηνίου βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες, που απέδιδαν το σκηνικό βάθος της δράσης πίσω από τους υποκριτές στην ορχήστρα. Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις οποίες έρχονταν οι υποκριτές. Το προσκήνιον ήταν αρχικά πτυσσόμενο και χρησιμοποιόνταν ιδιαίτερα στις παραστάσεις της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου (περ. 300 π.Χ.), στην οποία περιορίστηκε ο ρόλος του χορού και ενισχύθηκαν οι υποκριτές. Στις παραστάσεις αυτές τοποθετούνταν το ξύλινο προσκήνιον μπροστά στη σκηνή και αφαιρούνταν μετά για τις παραστάσεις της τραγωδίας. Με τον καιρό καθιερώθηκε και από το 2ο αι. π.Χ. χρησιμοποιόταν και στις τραγωδίες. Στη Θάσο ωστόσο αναφέρει μια επιγραφή σε λίθινο επιστύλιο ότι ο Λυσίστρατος, ένας θεωρός των μέσων του 4ου αι. π.Χ., αφιέρωσε το προσκήνιον του θεάτρου της Θάσου στο Διόνυσο. Στα δύο άκρα της σκηνής προεξείχαν τα παρασκήνια, δύο πτέρυγες που έδιναν στην κάτοψη της σκηνής σχήμα Π.
Κατά την Πρώιμη Ελληνιστική Περίοδο η σκηνή έγινε διώροφη, με την οροφή του ισογείου να εξέχει κάτω από τον πρώτο όροφο σχηματίζοντας έναν εξώστη. Από το 2ο αι. π.Χ. η δράση των υποκριτών μεταφέρθηκε πάνω σε αυτό τον εξώστη, που ονομάστηκε λογείον, ενώ το σκηνικό βάθος τοποθετήθηκε στην πρόσοψη του πρώτου ορόφου.
Το κοίλον ήταν το κεκλιμένο χωνοειδές επίπεδο, στο οποίο απλώνονται αμφιθεατρικά τα εδώλια των θεατών. Η καμπυλότητά του ακολουθεί την καμπυλότητα της ορχήστρας και τα άκρα του καταλήγουν σε αναλημματικούς τοίχους κατασκευασμένους με ορθογώνια λιθοδομή. Το κοίλον συνήθως δεν ενώνεται με το κτήριο της σκηνής. Ανάμεσα στους αναλημματικούς του τοίχους και τα άκρα της σκηνής υπήρχαν διάδρομοι για την προσέλευση των θεατών και, με την έναρξη της παράστασης, για την είσοδο του χορού. Αυτοί οι διάδρομοι ονομάζονται πάροδοι. Στις παρόδους των θεάτρων στήνονταν συχνά μνημειώδεις στήλες ή επιγραφές με ψηφίσματα για να τα βλέπει πολύς κόσμος.
Οριζόντιοι διάδρομοι, τα διαζώματα, χωρίζουν το κοίλον σε ζώνες. Κάθε ζώνη χωρίζεται με εγκάρσιες ακτινωτές σκάλες σε σφηνοειδή τμήματα, τις κερκίδες. Στην πρώτη σειρά του κοίλου, στην περίμετρο της ορχήστρας, βρισκόταν η προεδρία, μια ημικυκλική σειρά λίθινων καθισμάτων ή θρόνων προορισμένων για τους αξιωματούχους και τα τιμώμενα πρόσωπα. Τα υπόλοιπα καθίσματα μπορεί να ήταν λίθινα, ή από ξύλο (ίκρια) πάνω σε λίθινο υπόβαθρο. Πάνω από την τελευταία σειρά καθισμάτων μπορούσε να επεκταθεί το θέατρο, αν το επέβαλλαν οι ανάγκες, με την προσθήκη επιθεάτρου.
Πάρης Βορεόπουλος
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Κολλέγιο De La Salle. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Θέατρο στη δραματική σχολή Κυριαζή Χαρατσάρη. Είναι κάτοχος του πτυχίου ΣΕΛΜΕ με χαρακτηρισμό επίδοσης Άριστα και του Πιστοποιητικού Δεξιοτήτων και Γνώσεων στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, συμμετέχοντας επιτυχώς στις εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Κέντρο Πιστοποίησης Πληροφορικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Υπηρέτησε, επί σειρά ετών, ως καθηγητής και διευθυντής σε σχολεία στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε έργα για την ποίηση, το θέατρο, την πεζογραφία, το δοκίμιο, τη μετάφραση κ.ά.
Έλαβε τιμητικές διακρίσεις από διάφορους πολιτιστικούς, πνευματικούς και κοινωνικούς φορείς.
Είναι μέλος του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. “Φιλόλογος”, της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, της Ένωσης Λογοτεχνών Β.Ε. καθώς επίσης και Έφορος Δημοσίων Σχέσεων της Εταιρείας Συγγραφέων Β.Ε.
Με ενδιαφέρον για τη γνωριμία του πολιτισμού άλλων λαών, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.