Αδιέξοδο στα Ειδικά Σχολεία: Χιλιάδες παιδιά χωρίς θέση στην εκπαίδευση, γράφει η Φωτεινή Τζουβελέκη*
«Ακτιβίστρια για τα ειδικά σχολεία «έμεινε άναυδη» – ο γιος της δεν έχει ακόμη εξασφαλίσει θέση για τον Σεπτέμβριο.» γράφουν οι εφημερίδες της αλλοδαπής. Όμως αναρωτήθηκε κανείς για ποιο λόγο ενώ υπάρχει ανάγκη για νέες θέσεις, υπάρχουν σχετικά λίγα ειδικά σχολεία; Τι θα πρέπει να κάνει γονέας όταν θα πρεπε να πει στο παιδί του ότι για άλλη μια χρονιά δε θα πάει σχολείο; Τι θα έπρεπε να γίνει ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες και να μη μείνει κανένα παιδί χωρίς το δικαίωμα της εκπαίδευσης; Στο άρθρο που ακολουθεί αναλύονται τα παραπάνω ερωτήματα, έτσι ώστε να δοθούν ορισμένες απαντήσεις και προτάσεις για βελτίωση.
Η σημερινή κατάσταση στα ειδικά σχολεία φανερώνει μια σοβαρή αστοχία στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό: η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Παρά τις προσπάθειες μεμονωμένων εκπαιδευτικών και γονέων, η κρατική μέριμνα συχνά αποδεικνύεται ανεπαρκής. Ο αριθμός των εξειδικευμένων δομών παραμένει περιορισμένος, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές, ενώ η έλλειψη εκπαιδευτικού και υποστηρικτικού προσωπικού επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Αν θέλουμε να μιλάμε για μια πραγματικά συμπεριληπτική κοινωνία, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε ουσιαστικά στην ειδική αγωγή, με την ίδρυση νέων σχολείων, τη συνεχή κατάρτιση των εκπαιδευτικών και τη διαμόρφωση πολιτικών που διασφαλίζουν ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά.
Αν και ο κάθε καθηγητής γνωρίζει ότι αν θέλει να διοριστεί πιο γρήγορα θα πρέπει να κάνει κάποιο μεταπτυχιακό στην ειδική αγωγή, και έτσι του ανοίγονται περισσότερες ευκαιρίες, δεν ισχύει το ίδιο για το παιδί το οποίο έχει ανάγκη. Δεν είναι λίγες οι φορές που γονείς πρέπει να κάνουν και να ξανακάνουν αιτήσεις σε σχολεία, αλλά τους απορρίπτουν λόγω ελλείψεις θέσεων. Ετσι, προσφεύγουν σε ιδιωτικά σχολεια, το οποίο πάλι δεν είναι καλή λύση καθώς δεν έχουν όλοι αυτήν την οικονομική δυνατότητα. Ειναι λες και ένας νέος γονιός με παιδί με αναπηρία βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο αυτό δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικών λαθών ή κακών επιλογών, αλλά μιας συστημικής αποτυχίας να στηριχθούν ουσιαστικά οι πιο ευάλωτες ομάδες. Η πολιτεία δείχνει να επιβραβεύει μεμονωμένες επαγγελματικές φιλοδοξίες – όπως του καθηγητή που επενδύει στην ειδική αγωγή για καλύτερες προοπτικές διορισμού – αλλά παραβλέπει τη θεμελιώδη ανάγκη: τη δημιουργία ενός δικτύου δημόσιας, δωρεάν και επαρκούς ειδικής εκπαίδευσης. Το πρόβλημα δεν σταματά στην έλλειψη θέσεων, αλλά επεκτείνεται και στην ανυπαρξία ουσιαστικής στήριξης για τις οικογένειες, που συχνά νιώθουν εγκαταλελειμμένες από τους θεσμούς. Η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει όταν αναγκάζονται να στραφούν σε ιδιωτικές λύσεις δεν είναι μόνο άδικη αλλά και κοινωνικά αποκλειστική. Το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, χωρίς να τα καταδικάζει σε σιωπηρές διακρίσεις με βάση την οικονομική ή γεωγραφική τους θέση. Χρειάζεται άμεσος σχεδιασμός για δημιουργία νέων ειδικών σχολείων, με επαρκές προσωπικό και υποδομές, καθώς και διαφανείς διαδικασίες ένταξης που δεν θα μετατρέπουν τον αγώνα για εκπαίδευση σε μαραθώνιο ταλαιπωρίας για τις οικογένειες.
Τι είναι αυτό λοιπόν που πρέπει να γίνει; Πώς θα πρέπει να βοηθούσουμε τους μαθητές με ειδικές ανάγκες να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση, όπως κάθε άλλο παιδί; Θα πρέπει να υπάρξουν μαζικές κινητοποιήσεις ώστε να φανεί ειλικρινά η αγανάκτηση των γονέων. Θα πρέπει να υπάρχει συνεννόηση με την αυτοδιοίκηση και καταγγελία για την αποκλειση των παιδιών με ειδικές ανάγκες από την εκπαίδευση. Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάγματα που να προβλέπουν τη δημιουργία περισσότερων ειδικών σχολείων.
Επιπλέον, η λύση δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη δημιουργία νέων δομών – όσο αναγκαία και αν είναι αυτή – αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ένα συνολικό πλάνο ενσωμάτωσης και ενίσχυσης της ειδικής αγωγής. Αυτό περιλαμβάνει τον άμεσο και υποχρεωτικό διορισμό εξειδικευμένου προσωπικού (ειδικών παιδαγωγών, ψυχολόγων, λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών), τη συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων για την κατανόηση και στήριξη των μαθητών με αναπηρίες, και την παροχή ουσιαστικής υποστήριξης στους γονείς με δωρεάν συμβουλευτικές υπηρεσίες και ενημέρωση για τα δικαιώματά τους. Χρειάζεται επίσης να επανεξεταστεί η έννοια της «ένταξης» όχι ως απλό συγχρωτισμό, αλλά ως ποιοτική συμμετοχή των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο σχολικό περιβάλλον, με τις κατάλληλες προσαρμογές και υποδομές. Ο θεσμικός αποκλεισμός πρέπει να καταγγέλλεται με νομικά και κοινωνικά μέσα, με τη στήριξη συλλόγων γονέων, εκπαιδευτικών σωματείων, αλλά και των τοπικών κοινοτήτων. Η πίεση προς την πολιτεία πρέπει να είναι διαρκής και τεκμηριωμένη, με στόχο όχι τις αποσπασματικές εξαγγελίες αλλά τη μακροπρόθεσμη θεσμική αλλαγή. Μόνο έτσι θα μετατραπεί η αγανάκτηση σε αποτελεσματική διεκδίκηση και η ανάγκη σε καθολικό δικαίωμα.
Συνοψίζοντας, η σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικοτητα οφείλει να αλλάξει. Δεν επιτρέπεται κανένας να απομακρύνεται από την εκπαίδευση, να μην του δίνεται καν το δικαίωμα αυτής, λόγω ελλείψεις θέσεων. Θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να φτιάξουμε τις θέσεις, να διεκδικήσουμε μια καρέκλα μέσα στην τάξη. Τότε, και μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ισότητα και ισοτιμία στην εκπαίδευση. Ως τότε, θα πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό αύριο.
*Φωτεινή Τζουβελέκη φοιτήτρια φιλοσοφίας