Γενοκτονία Ποντίων «Εμείς… γιατί φύγαμε από τον Πόντο;» , του Δ. Παπαδόπουλου

«Εμείς… γιατί φύγαμε από τον Πόντο;»

Άρθρο για την επέτειο Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού

Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

 

Τι γίνηκε τότε… εκατό χρόνια πριν; Τι συνέβη και ξεριζώθηκαν από τα χώματα του Πόντου όπου έζησαν οι πρόγονοί μας για αιώνες, χιλιετίες;

Τόσα χρόνια πέρασαν και, παρόλο που μοιάζουν όλα να έχουν ειπωθεί, μια βασανιστική άγνοια νοιώθουμε να μας τυλίγει. Είναι αλήθεια! Υπάρχει ένας απέραντος πλούτος μαρτυριών, μελετών, τόμοι βιβλίων με τις πιο απίθανες λεπτομέρειες των συμβάντων. Άνθρωποι που ξόδιασαν τη ζωή τους στην έρευνα, αρχεία μυστικά κρατών που ανοίχθηκαν (έστω και επιλεκτικά) και δημοσιεύθηκαν. Κι όμως, η απάντηση στα ερωτήματα: ‘’τι έφταιξε’’, ‘’τις πταίει’’, ‘’τι γίνηκε’’, παραμένει μετέωρη…

Είναι μάταιο πια να επιχειρούμε να εξορύσσουμε όλη την αλήθεια από τα έγκατα της Ιστορίας. Όσο κι αν ζωντανεύουμε στη σκέψη μας τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν τότε, όσο κι αν προσπαθούμε να εννοήσουμε, να διαγνώσουμε τα κίνητρα των πράξεών τους, θαρρώ πως είναι κόπος χαμένος. Το σκηνικό ήταν τόσο μπερδεμένο, τόσο ακατάληπτο, οι παράμετροι τόσοι πολλοί, συναπτόμενοι και αντικρουόμενοι, που απελπίζεται κανείς. Και νοιώθει ότι είναι αδύνατον να λυτρωθεί από την βασανιστική άγνοια.

Η Ιστορία είναι ένα πεδίο όπου πολλά γεγονότα είναι απίθανο να συμβούν και ωστόσο συμβαίνουν.

Παραφράζοντας τη γνωστή φράση: ‘’όταν οι άνθρωποι κάμουν σχέδια, ο Θεός (η Ιστορία εδώ), γελά…’’  

Πρέπει λοιπόν να πάψουμε πια να ψάχνουμε απαντήσεις; Προς Θεού όχι! Διότι η αναζήτηση αυτή, μπορεί να μην αποδώσει καρπούς θετικούς ως προς αποκάλυψη της αλήθειας, που μπορεί να είναι καλά κρυμμένη, να μην φανερώνεται, ωστόσο, μόνον μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι δυνατόν να γνωρίσουμε καλύτερα ποιοι είμαστε.

Από πού ήρθαμε, πού στεκόμαστε και που πάμε…

Η ήττα του 1922, η μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός από τον Πόντο είναι ένα τραύμα που δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Ίσως όμως και να είναι ένα τραύμα που δεν πρέπει ποτέ να επουλωθεί. Ώστε να δέχεται παντοτινά, τούτη η χαίουσα πληγή, τις περιποιήσεις μας, να διατηρεί ες αεί την έγνοια μας.

Ποτέ κανένας χαμένος πόλεμος δεν σημάδεψε τόσο βαθιά τη μοίρα ενός έθνους! Ποτέ! Η Μικρασιατική Καταστροφή, ίσως μόνον με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, πρώτα στους Φράγκους και μετά στους Οθωμανούς, μπορεί να συγκριθεί. Μέσα σε διάστημα μιας δεκαετίας (1912-1922), η μικρά Ελλάς διατρανώθηκε, απλώθηκε σε δυό ηπείρους και πέντε θάλασσες. Για να συρρικνωθεί κατόπιν, να κατακρημνιστεί εν τέλει εις το μικρό κρατίδιο όπου ζούμε τώρα. Όλος εκείνος ο ανθηρός ελληνισμός της Ανατολίας, ξεριζώθηκε δια μιας. Μέγιστο μέρος του ελληνόφωνου οικουμενισμού που υπήρξε ανέκαθεν ο τροφοδότης του εθνικού μας κέντρου, απωλέσθηκε.

Ναι, μπορεί σήμερα η μικρά Ελλάς να είναι από την «απελευθέρωσή» της,  από τη σύστασή της ακόμη, μια αποικία χρέους με δοτούς βασιλείς και πρωθυπουργούς (εξαίρεση αποτελεί ο δολοφονημένος Καποδίστριας), ωστόσο οι Έλληνες, οι Ρωμιοί, με έναν περίεργο, μαγικό τρόπο, κρατούν άσβεστη εκείνη τη φωτιά που άναψαν οι πρόγονοί τους για πρώτη φορά εκεί, στις ακτές της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας, (χαμένες τώρα πια;) μια φωτιά που εξαπλώθηκε και θέριεψε στη Δύση.

Δεν είναι θαύμα αυτό; Οι κτύποι της καρδιάς της Ρωμιοσύνης ακούγονταν δυνατά και εκεί, στον Πόντο. Για αιώνες! Πως; Ιδού πως:

«Εκείνη τη σαρακοστή την επέρασε μαζί με τη γερόντισσα. Έκαμε πολύ κρύο. Τον ετάιζε και τον επότιζε και τον υπηρετούσε ωσάν παιδί της. Ετοίμαζε την τράπεζα κι έφερνε μέσα σε μαύρο τσουκάλι τα ζεστά μαγειρεμένα φασόλια και έχυνε μέσα στο πιάτο του. Τη νύχτα καθόταν μαζί του και διάβαζε σιωπηλά ένα βαρύ μαυροφόρετο εκκλησιαστικό βιβλίο και όταν εκείνος ετελείωνε την μελέτη, της έλεγε από στήθους το μάθημα της ιστορίας. Πολύ ευχαριστιόταν που τον άκουγε. ‘’Γειά σο στόμα ‘ς ρίζα ‘μ… ντ’ έμορφα λές α τα…’,’ τού ‘λεγε. Την άκουγε μετά να προσεύχεται και να λέει και να ξαναλέει: ‘’Συ Κύριος ο Θεός μου…’’, ώσπου τον έπιανε ο ύπνος με το βιβλίο στο χέρι. Έμενε σ’ ένα δωμάτιο ευρύχωρο με τοίχους παχείς. Αντίκρυ στη γωνιά ήταν το μεγάλο εικόνισμα της Παναγιάς κι ολόγυρα, άλλα πολλά εικονίσματα διαφόρων αγίων. Η κανδήλα μερόνυχτα αναμμένη. Το πρωί τον εξυπνούσε κι έφερνε νερό να πλυθεί και καθαρό κεντημένο χειρόμακτρο να σκουπίσει χέρια και πρόσωπο. Έκαμε την προσευχήν του και η τράπεζα ήταν έτοιμη. Τσάι ζεστό, άρτος και πολλές μαύρες ελιές, μικρές κατάμαυρες και γευστικές. Κι ύστερα στο σχολειό. Όλα τα παιδιά μαζί, δεκατρία, γύρω απ’ τη θερμάστρα συνομιλούντες σιγά ώσπου να ‘ρθει ο διδάσκαλος. Σαρακοστή τότες ήταν. Την Μεγάλη Τετάρτη εκάμανε τα τελευταία μαθήματα, κι ο καλός ο δάσκαλος τους είπε: ‘’Σας δίδω ημέρες αναπαύσεως δέκα πέντε. Τον καιρόν αυτόν εσείς μην παραμελείτε το διάβασμα και να βοηθάτε τους γονείς σας εις τας εραγσίας τους…’’». (*)

Τούτη η σκηνή διαδραματίστηκε σε έναν μικρό μαχαλά, στα ψηλόκορφα βουνά της Σαντάς. Η ίδια επαναλαμβανόταν στο Σταυρίν, στην Ίμερα, την Κρώμνη, την Τραπεζούντα, αλλά και στα βάθη της Ανατολίας, στο Καρς, Ερζερούμ, Αργυρούπολη κι ακόμη παραπέρα στην Υπερκαυκασία! Εκατόν είκοσι χρόνια πριν! Εκεί όπου τα γράμματα τα ελληνικά έχτιζαν Έλληνες στην ψυχή, στη σκέψη…

Κι αργότερα, εκατό χρόνια πριν, το δράμα της προσφυγιάς. Απελάσεις, τάγματα εργασίας, δολοφονίες, μαρτύρια. Φυγή από τα ιερά χώματα προς την Κωνσταντινούπολη. Πολύμηνη αναμονή στο στρατόπεδο-κολαστήριο Σελιμιέ όπου θέριζε ο τύφος. Χιλιάδες χάθηκαν! Και μετά εδώ στη μητριά Ελλάδα… Σαλονίκη, Πειραιάς, νησιά…

Ένας από τους τόπους εγκατάστασης εδώ, ο τόπος μας, το Ωραιόκαστρο…

Ιστορεί κάποιος απόγονος προσφύγων, χρόνια μετά… αρχές ’60…

«Το λοιπόν ήρθε να μας επισκεφθεί και πάλι ο δάσκαλος. Η μόνη συντροφιά που ο πατέρας μου ουδέποτε αρνιόταν. Ξεχνιόταν μαζί του κουβεντιάζοντας ώρες ατέλειωτες, ανιστορώντας τα παλαιά. Εδώ στο σπιτικό μας στο Ωραιόκαστρο, το πατρικό μου, πού ‘ταν χτισμένο από πέτρα σκαλιστή τριάντα πόντους πάχος. Χαμόσπιτο στην αρχή με πλιθιά και σκουριασμένες λαμαρίνες, με πέταυρα από πάνω, μα τώρα σωστό αρχοντικό. Με στέρεα κεραμοσκεπή και φουγάρο για το τζάκι ντυμένο με πέτρα από τον ταχτζή τον Στύλον τον Τεχλικιάνον. Μικρό ήταν, δροσερό το θέρος και το χειμώνα βαστούσε ζέστη. Στην αυλή για στέγη είχε μια κληματαριά κατάφορτη μ’ άγουρα ακόμη σταφύλια.

Πλάι στη δημοσιά, στο χωμάτινο δρόμο στέκονταν το σπίτι μας. Οδός Καβασίτου. Που η γερόντισσα Κυριακή σκούπιζε εξάπαντος άναυγα κάθε πρωί την αυλή και το καλοκαίρι, έριχνε με το λάστιχο νερό για να μην μας πνίγει η σκόνη. Το οικόπεδο μεγάλο, ενάμισι στρέμμα, από κείνα που δόθηκαν στους πρόσφυγες από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Εμπρός στην αυλόθυρα, δυό θεόρατες φλαμουριές που τα άνθη τους είχαν ήδη μαζευτεί και ξεραθεί για το τσάι του χειμώνα και πίσω στη σειρά, καμιά δεκαπενταριά πεύκα πανύψηλα. Που κάθε άνοιξη με τα κουκούλια τους και τις κάμπιες στοιχισμένες στους κορμούς και στις ρίζες τους, να τραβούν τον αιώνιο, τον πανάρχαιο δρόμο που όρισε η φύση. Σε δυό πεύκα δεμένη μια κούνια διχτυωτή όπου αγαπούσε ο Σοφοκλής να χουζουρεύει τα μεσημέρια του καλοκαιριού κι άλλοτε όταν είχε ζέστη ανυπόφορη, να τη στερεώνει και να κοιμάται εκεί τη νύχτα σείοντας με το ροχαλητό του τον τόπο. Καθότι το κάπνισμα. Που δεν τ’ άφηνε κι ας είχε κείνον το άσχημο, τον απειλητικό βήχα που τον προειδοποιούσε μάταια να τ’ απαρνηθεί. Τα καπνά ήσαν από έναν συντοπίτη μας Σταυριώτη από τη Δράμα, μα το χαρμάνι κατάδικό του. Με δυόσμο, βασιλικό κι άλλα μυστικά χορταρικά. Ιεροτελεστία σωστή η προετοιμασία του. Πότιζε τον καπνό με φτηνό κονιάκ, τον ψιλόκοβε, τον έτριβε και τον εφύλαγε σε ξύλινο βάζο με καπάκι που είχε κολλημένο στην εσωτερική πλευρά αφρολέξ, πάντα νοτισμένο για να κρατά την υγρασία. Και δώσ’ του φουμάριζε την πίπα του… κι αναθυμόταν τον διαλεχτό καπνό απ’ τις πλαγιές της Αμάσειας που του προμήθευε τότες ο φίλος του, εξπέρ καπνού, ο Μουράτης Σκενδέρογλου…

Πίσω ο στάβλος με τη γελάδα και δυό κατσίκια, ένα κοκόρι που το πρωί χαλούσε τον κόσμο με τους αργυρόηχους λαρυγγισμούς του και μια ντουζίνα κότες, μαύρες κόκκινες και άσπρες πού ‘καμαν κάτι μεγάλα αυγά, όλο κρόκο. Οι κρόκοι, χτυπητοί με ζάχαρη και κακάο ή βανίλια ήταν ανέκαθεν, όχι μόνον το αγαπημένο γλύκισμα του εγγονού του, αλλά και η ανταμοιβή για τους καλούς βαθμούς του στο σχολειό. Κι ήταν ο αφιλότιμος, τόσο άριστος μαθητής που οι κότες δεν επρολάβαιναν να γεννούν.

Δίπλα στο πλυσταριό κι ο μπαξές με τα ζαρζαβάτια και τις πιπεριές τις καυτερές, πράσινες μεγάλες και μικρές κόκκινες, μέσα σε βαμμένους άσπρους και γαλάζιους τενεκέδες, αντάμα με ντάλιες και βασιλικούς και ορντανσίες. Ο Σοφοκλής όμως, αγαπούσε πιότερο να τα προμηθεύεται από κείνον το μανάβη που ερχόταν από την Μπάλτζα με το γαϊδουράκι του, τον μπάρμπα Γιώργη. Δυό μεγάλα κοφίνια γιομάτα ίσα με πάνου κρεμασμένα στα πλευρά του ζώου, με άνηθο, μαϊντανό, κολοκύθια, ντομάτες, καλαμπόκια, φρούτα, κι ό,τι έβγαζε η ευλογημένη γης που πότιζε με τον ιδρώτα του.

Τρεις καφέδες ψήθηκαν. Καθότι αντάμα με τον καλό μας μουσαφίρη και τον πατέρα μου τον Σοφοκλή, θρονιάστηκε κι η αφεντιά μου…

Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος ήτο διδάσκαλος, συνταξιούχος. Γεννημένος στο Σταυρίν έξι χρόνια μετά τον κύρη μου, τη χρονιά του 1895. Τούτος δω λοιπόν, το ‘χε βάλει σκοπό της ζωής του να καταγράψει όλους τους Σταυριώτες που σκορπίστηκαν από τον Πόντο στα πέρατα της γης. Μέχρι την Αμερική και την Περσία! Και εξέδωσε πρόσφατα το πόνημά του, φέροντα τον τίτλον ‘’Γενεαλογικός Κώδικας της κοινότητος Σταυρίν’’. Ψηλός, στο μπόι του πατρός μου, κοντοκουρεμένος, με ψιλό μουστάκι πάντα περιποιημένο, κουστουμαρισμένος, παρφουμαρισμένος και διοπτροφόρος. Η γυναίκα του Φεβρωνία, της ονομαστής οικογενείας Λιτζανίδου-Πολίτη από το Σταυρίν, τον είχε πάντα ντυμένο στην τρίχα. Αντίθετα με τον πατέρα μου, ο οποίος, καίτοι υπήρξε απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντος και κατείχε τα γράμματα τα καλά, τριγύριζε πάντα απεριποίητος κι αξύριστος.

Οι κουβέντες του Δημητρίου με τον Σοφοκλή, τριγύριζαν μονότονα στα χρόνια εκείνα που έζησαν στον Πόντο. Διόλου παράξενο. Τα νιάτα τους θυμόταν. Και τα νιάτα πάντα, όσο άγουρα, όσο δύσκολα κι αν είναι, έχουν γλύκα και χαρές. Το ‘λεγαν όμως, με περισσό παράπονο, πως η δική τους γενιά εκεί στον Πόντο, όσοι εγεννήθηκαν τότες κοντά στο γύρισμα του αιώνα, στάθηκε η πιο άτυχη. Ανδρώθηκαν απότομα, σε καιρούς χαλεπούς και σε χρόνια που ο χάρος, τούς είχε στημένο καρτέρι.

Ιστορούσαν όμως και τα χρόνια τα ωραία που επέρασαν. Για τα κυνήγια τους εκεί στα σκιερά δάση του Πόντου, που μόλις μετά βίας οι ηλιαχτίδες τρυπούσαν τα πράσινα σκοτάδια. Έλατα, οξιές και βαλανιδιές και χλόη παχιά, πουρνάρια θεόρατα, φτέρες και πελώρια αγκαθωτά βάτα που δεν έβλεπες άνθρωπο στα δέκα βήματα και μονοπάτια που άλλοτε χάνονταν και ύστερα ξεπρόβαλλαν μέσα στη βλάστηση. Με το όπλο στο χέρι, την ανάσα κομμένη και τις αισθήσεις σε εγρήγορση, αναζητώντας, προσμένοντας το θήραμα…

Έλεγαν και για τα παρχάρια, τις χλωροφορεμένες πλαγιές, όταν αντιβοούσαν τα ορμάνια από τα κουδούνια των ζωντανών, τις φωνές και τα τραγούδια. Το κριθαρένιο ψωμί με τα συμφάγια, τις ατέλειωτες πορείες με τα γαϊδουράκια φορτωμένα με κιούπια βούτυρο, κονλάκια πασκιτάν και τρανά τσουβάλια με οκάδες μαλλί. Κι ύστερα η γλυκόλαλη λύρα κι οι χοροί που ξεσπούσαν αίφνης ωσάν μπόρα ανοιξιάτικη. Από το τίποτα…

Τότε ήταν την ημέρα εκείνη, που άκουσα τον πατέρα μου σε μια αποστροφή του λόγου του να λέει, απευθυνόμενος στο δάσκαλο:

«Ποτέ δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου, Δημητρό! Ποτέ! Κρίμα το ‘χω στη ζωή μου πού ‘φυγα απ’ τον Πόντο ζωντανός. Ανάθεμά το κισμέτ που δεν έλαχε ωσάν τον φίλο μου τον καρδιακό, τον Καπετανίδη να βαδίσω αγέρωχος στην αγχόνη… αντάμα με τους άλλους. Εκεί στην Αμάσεια, άδοντας τον Εθνικό Ύμνο. Πώς έχασα εγώ εκείνο το εθνικό πανηγύρι! Πώς; Το ξέρεις Δημήτριε; Όσο ήμουν στον Πόντο, το ‘χα σίγουρο που και το δικό μου αίμα θα πότιζε εκείνα τ’ άγια χώματα. Κι όταν ήρθαμε εδώ… Όταν ήρθα εδώ, είχα το φόβο, την έγνοια πως θα με ρωτούσαν οι Ελλαδίτες: ‘’Εσύ γιατί ζεις; Γιατί δεν είσαι εκεί, αντάμα με τους αποθαμένους;’’»

Είδα ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια του. Έστρεψε το πρόσωπό του αλλού. Ο δάσκαλος κάτι προσπάθησε να ψελλίσει, να τον παρηγορήσει, μα ο πατέρας μου ο Σοφοκλής, έκοψε το λόγο του με μια απότομη κίνηση του χεριού του. Έσκυψε, κράτησε την κεφαλή του ανάμεσα στα δυό του χέρια και είπε ωσάν να μονολογούσε:

«Εμείς… εμείς γιατί φύγαμε από εκεί; Γιατί;»

Ποτέ δεν θα λησμονήσω το σκοτεινό, πονεμένο βλέμμα του όταν εκστόμισε εκείνα τα λόγια. Ούτε την έκφραση του προσώπου του…

Ποιος, όμως, ημπορούσε να απαντήσει με ασφάλεια, πώς εγίνηκε κι ένας ακμαίος πολιτισμός, μια παρουσία τριών χιλιάδων χρόνων ελληνισμού της Μικρασίας, χάθηκε;

Δεν ξέρω εάν έχω δίκαιο ή εάν σφάλω, μα τώρα πια θαρρώ πως εκείνο που έχει σημασία είναι, όχι τόσο να απαντηθεί εκείνο το ερώτημα, όσο να συνεχίζει να υφίσταται, να τίθεται διαρκώς, να μένει ζωντανό, άσβεστο…

…σημασία έχει τούτο το ερώτημα να μας στοιχειώνει εσαεί…

Ένα πράγμα έχω να πω με σιγουριά απόλυτη: πως ο πατέρας μου ο Σοφοκλής, είναι ένας άνδρας με πληγές… Κι όπως όλοι οι μεγάλοι άνδρες που διακρίθηκαν στους αγώνες που έδωσαν, ήταν άρρωστος, πληγωμένος…

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα… πολύ σπουδαίο!

Στο πρόσωπό του Σοφοκλή Ευθυμιάδη από το Σταυρίν του Πόντου, του κρυπτοχριστιανού Μαχμούτ Ντερέ όπως ήταν γραμμένος στα τούρκικα κατάστιχα, ημπορούσε να διαβάσει κανείς όλη την ιστορία του ρωμαίικου Πόντου…» (*)

Ίσως, λοιπόν, η λογοτεχνία έχει να ειπεί κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό ώστε να διατηρούνται εναργείς οι μνήμες από τις πατρίδες μας.

Ναι! Ας είναι η λογοτεχνία μάρτυρας και ας διασώσει κι αυτή αντάμα με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τη μνήμη των χιλιάδων προγόνων μας που χάθηκαν εκεί στον Πόντο, στην Ανατολία, στην Ιωνία, όπου ο ελληνισμός μεγαλουργούσε επί χιλιετίες…

Και όχι μόνον γι’ όλους εμάς που ήρθαμε στην Ελλάδα, αλλά και για όσους απόμειναν εκεί κι αλλαξοπίστησαν, μα που η γλώσσα της καρδιάς τους είναι η ρωμαίικη όπως είναι ρωμαίικη κι η σκέψη τους σαν τη δική μας…

Πέρασαν και μια και δυό και τρεις γενιές κι η προσφυγιά δεν έπαψε να γράφει, να αναπολεί, να ανιστορεί, να λογοτεχνεί… Ιδού:

‘’Τα μάτια του έστρεψε πίσω ο Αϊ-Φωτιάς, τότε που γύριζε ξυπόλυτος στα λασπωμένα σοκάκια του χωριού και μάζευε παλιά νομίσματα τ’ απόβροχο. Τα χαράματα, άκουγε τον πατέρα να ζεύει τ’ άλογο. Ψαρί το λέγανε, και κάλπαζε στα καπνοχώραφα, τον ύπνο φέρνοντας στην αγκαλιά της μάνας. Σπουδάστε να γλιτώσετε, έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας, δυό λαμαρίνες, δυο οκάδες στάρι, λίγη ζάχαρη και λιγοστό αλάτι, ένα κρεβάτι, δυό πήχεις ύφασμα όλο το βιός μας, συμπλήρωνε η μάνα.

Ο ένας έπιασε το χέρι τ’ αλλουνού και παραδόθηκε η γη στην τσάπα και τ’ αλέτρι. Σπορά γεννά γεννήματα και τρυφερότητα στα ροζιασμένα χέρια του πατέρα, κάθε που γύριζε το απόβραδο κι έφερνε στην κάμαρα τ’ αρώματα της νοτισμένη γης. Το θέρος η μάνα με το δρεπάνι στο δεξί και στάχυα αγκαλιά στο αριστερό της χέρι. Παστή σαρδέλα έβαζε σε μια φέτα ψωμί, της έριχνε νερό για ν’ απλωθεί τ’ αλάτι, να συντηρήσει τη ζωή που ερχόταν. Σα σίμωνε το γύρισμα του χρόνου, κοκκίνιζαν οι δρόμοι του χωριού και τα σφαχτάρια έφερναν τους άνδρες στα τραπέζια με ήχους της λύρας γλυκόπικρους. Λαρδί και σκόρδο και φουρνιστό ψωμί μαζί με κοκκινέλι. Με τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα παράθυρα, που τρίζαν με το κότσαρι. Εκεί, στο χτύπημα των ποδιών το άδικο που άφησαν τόπους αγαπημένους.

Ν’ αϊλί εμάς και βάι εμάς… (**)

Ναι! Είναι αλήθεια. Η λογοτεχνία, δεν είναι μόνον παρηγόρια, ούτε μοναχά αισθητική απόλαυση. Είναι αυτή που έχει το χάρισμα, ή μάλλον το προνόμιο να μιλά απ’ ευθείας στην καρδιά. Καθότι, μόνον στην καρδιά εμφιλοχωρεί η απάντηση σ’ εκείνο το ερώτημα όλων ημών των προσφύγων: Γιατί εμείς φύγαμε από εκεί;

Τούτη η ημέρα, η 19η Μαΐου, και κάθε ημέρα, πρέπει να μας θυμίζει ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε και τι αφήσαμε πίσω.

Δεν πρέπει να λησμονούμε, διότι στη λησμονιά καραδοκεί ο θάνατος…

… δεύτερος θάνατος κι οριστικός!

 

Υποσημειώσεις:

(*)… Δημητρίου Παπαδόπουλου (Σταυριώτη), από αδημοσίευτο μυθιστόρημα.

(**)… Από το βιβλίο του Γιώργου Καλιεντζίδη, ‘’Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά’’:  Μεταίχμιο, 2008.

 

vendo

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.