Κριτική παρουσίαση ποιητικής συλλογής Φωτεινής Δημοτζίκη – Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου

Κριτική παρουσίαση ποιητικής συλλογής Φωτεινής Δημοτζίκη

Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου

Υπάρχουν δύο ειδών ποιήματα και ποιητές. Σχετικό αυτό βέβαια, διότι μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχουν, τόσα είδη ποίησης όσοι και οι ποιητές και να έχει κι αυτός κάποιο δίκαιο. Εμείς όμως, ποιητική αδεία, θα περιοριστούμε στα δύο αυτά είδη…

… αφού επίσης έχουμε προσπεράσει τα τρία γνωστά είδη ποίησης που μας εμάθαιναν στο σχολείο απ’ όταν ήμασταν μικρά παιδάκια.

Δηλαδή την επική, τη λυρική και τη δραματική ποίηση…

Το λοιπόν… υπάρχουν μόνο δύο είδη…

Υπάρχουν ποιήματα που διαβάζοντάς τα νοιώθεις ένα σκίρτημα, μια συγκίνηση. Εξαίσιες περιγραφές και εικόνες κοινές για πολλούς ανθρώπους που αιχμαλωτίζουν, που φυλακίζουν την σκέψη του αναγνώστη. Συναισθήματα επίσης κοινά για όλους μας, αλλά που με τη διαμεσολάβηση της γλώσσας των ποιητών, καθίστανται πιο εναργή και συχνά αποκτούν μια άλλη διάσταση και ζουν μια διαφορετική ύπαρξη μέσα από τη ποιητική σύλληψη του δημιουργού.

Σ’ αυτά τα ποιήματα, ο έρωτας για παράδειγμα, η απώλεια, ο θάνατος, κι άλλες ανθρώπινες συνθήκες, ντύνονται με ένα μυστήριο που εξαντλείται συνήθως σε περιγραφές σκηνών, με τη συνακόλουθη αντιστοιχία των συναισθημάτων που προκαλούν.

Εδώ μιλούμε για πρώιμους ποιητές, απλοϊκούς. Ποιητές εν τη γενέσει τους…

Αναμφίβολα σ’ αυτούς τους ποιητές πλεονάζει η αισθητηριακή και ακολουθεί η αισθητική έκφραση,  με αντίστοιχη πρόσληψη από την αναγνώστη.

 

Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος ποιητών. Οι πολυδιαβασμένοι, οι φιλίστορες και οι πολυταξιδεμένοι (ταξιδεμένοι εννοείται στα μονοπάτια και τις λεωφόρους της γνώσης). Θα τους αποκαλούσαμε ποιητές της ελίτ. Με τους αντίστοιχους ελιτίστες αναγνώστες. Στα ποιήματά τους μπορεί αίφνης να δει κανείς αναφορές φαινομενικά άσχετες και ίσως άστοχες, που όμως για κάποιον που έχει ανάλογες γνωστικές και αναγνωστικές εμπειρίες, αποκτούν ύψιστο νόημα. Διεγείρουν, συγκινούν. Ό Μπόρχες χρησιμοποιεί συχνά τον Όμηρο, ο Έζρα Πάουντ τον Πλούταρχο, τον Βίωνα τον Πριηνέα. Το ίδιο στην ποίησή τους και ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Καβάφης. Σχεδόν όλοι αυτοί που αποκαλούμε μεγάλους ποιητές το κάνουν αυτό. Κι ο αναγνώστης, που υπό την προϋπόθεση πως έχει ανάλογες αναγνωστικές εμπειρίες, είναι φυσικό να δονείται από συγκίνηση διαβάζοντάς τους, είτε όταν αυτές χρησιμοποιούνται ως μεταφορές, είτε ως επίρρωσιν της έκφρασης και της έμπνευσης του ποιητή.

Εν τέλει, οι ποιητές αυτοί αξίζουν για τους αναγνώστες που έχουν κοινούς με αυτούς κώδικες, γλωσσικής, ιστορικής και φιλοσοφικής επικοινωνίας.

Εδώ παραμονεύει, υπονοείται πιότερο, παρά περιγράφεται ή αποκαλύπτεται η αισθητική απόλαυση…

Για να γίνω πιο κατανοητός, παραθέτω ένα παράδειγμα, χρησιμοποιώντας, τι άλλο; Την εικόνα μιας ωραίας ανθρώπινης μορφής. Ας πούμε μιας γυναίκας.

Στην πρώτη κατηγορία των ποιητών, η εικόνα της αποκαλύπτεται εντελώς γυμνή, όπως στα αρχαία ελληνικά αγάλματα. Αστράπτει μέσα στην τελειότητα των αναλογιών και της μορφής της. Η απόλαυση όμως από την ανάγνωση-θέαση, εξαντλείται γρήγορα.

Στους δεύτερους ποιητές η γυναίκα δεν αποκαλύπτεται ποτέ γυμνή. Είναι πάντα ντυμένη με έναν μανδύα μυστηρίου, η απόλαυση στη θέα της, υπάρχει μόνον σαν υπόσχεση και προϋποθέτει προσπάθεια νοητική και φαντασία από τη μεριά του αναγνώστη για να αντικρύσει την ομορφιά της και εν τέλει να φθάσει στο ποθούμενο, που είναι η κατοχή της.

Αυτά δια τα δύο είδη των ποιητών…

 

Ας έρθουμε όμως στην ποίηση της Φωτεινής.

Στην κριτική αποτίμηση στην οποία κλήθηκα να συνεισφέρω σήμερα, αμφιταλαντεύθηκα ανάμεσα σε δύο ενδεχόμενα. Είτε να σταχυολογήσω τα θετικά δείγματα της ποίησής της (που βέβαια είναι πάμπολλα), να τα σχολιάσω και να τα αναδείξω, είτε να κάνω κάτι πιο άκομψο, πιο αιρετικό για την περίσταση. Δηλαδή, να επισημάνω τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές της. Θεώρησα ότι, αφού το πρώτο απ’ αυτά, τα καλά στοιχεία δηλαδή, είναι πασιφανή και επαρκώς αναγνωρίσιμα στην ποίησή της, πιο χρήσιμο θα ήταν να αναφερθώ στις ελλείψεις, στις αστοχίες της. Είναι μια πρακτική που κι εγώ ο ίδιος έχω υιοθετήσει απέναντι στους αναγνώστες των μυθιστορημάτων μου. Τους ερωτώ πρώτα: ‘’Τι δεν σου άρεσε στο βιβλίο μου;’’. Μια κριτική ενός λογοτεχνήματος έχει νόημα κατά τη γνώμη μου, όχι όταν χαϊδεύει και υποδαυλίζει τη φιλαρέσκεια του δημιουργού, αλλά όταν συμβάλλει στην παραπέρα θετική εξέλιξή του.

Όταν μιλούμε για την ποίηση της Φωτεινής, αναφερόμαστε κυρίως στο πρώτο είδος ποίησης. Απλό, κατανοητό, αναμφίβολα με ικανή γλωσσική επάρκεια που προκαλεί άμεση αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη. Και βέβαια, με πλεονάζοντα στοιχεία λυρισμού…

Όμως στην ποίησή της υπάρχει και κάτι παραπάνω από αυτό… θα το δούμε…

Γράφει στη σελ. 15…

Γέμισα την καρδιά μου θησαυρούς

Άνηθο, μαϊντανό και δυόσμο

Μοσχοβολιά αλλοτινή πλημμύρισε η καρδιά μου

Καλούδια, μυρωδιές, φωνές

Από τα παιδικά τα μοσχομυριστά μου χρόνια

……………………….

Τις ντάλιες, το βασιλικό

Τον μάγο μπάρμπα-Γιάννη

Και τον χοντρό γιατρό με τις τιράντες

Τον ασπρισμένο τενεκέ

Με την πριγκίπισσα ορτανσία…

Ιδού ένα ωραιότατο ποίημα πλημυρισμένο από υπέροχες εικόνες που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, και τον προσκαλούν να ξαναζήσει ή να πρωτοζήσει σ’ εκείνον τον κόσμο όπου η νοσταλγία καθίσταται εν τέλει θεραπευτική.

Καθότι η ποίηση είναι και γιατριά.

Άλλωστε… ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η αναπόληση της εικόνας του ‘’ασπρισμένου τενεκέ με την πριγκίπισσα ορτανσία’’ δεν είναι μόνο αρκούντως ωραία, αλλά και άκρως θεραπευτική, όταν την ανακαλούμε στην σκέψη μας.  Είχαμε την τύχη, τόσο η Φωτεινή όσο κι εγώ να ζήσουμε σαν παιδιά σε τόπους ευλογημένους με παρόμοιες εικόνες και εμπειρίες για τη μετέπειτα ζωή μας, καθοριστικές. Χρήσιμα εφόδια στις αποσκευές μας για την ανηφόρα της ζωής. Στο Ροδολίβος εκείνη και στο Ωραιόκαστρο εγώ. Ο τόπος της καταγωγής της το Ροδολίβος Σερρών ίσως να παραμένει περίπου ο ίδιος και σήμερα, αντίθετά με το ‘’δικό μου’’ Ωραιόκαστρο που έπαψε πια να είναι ‘’Ωραίο’’, έτσι όπως το εκατάντησαν, αγύρτες πολιτικοί και εργολάβοι… .

 

Προσέξτε τώρα το ποίημα Μεγάλη Παρασκευή στη σελ. 35…

Είναι μακράν το καλύτερο, κατά την άποψή μου, απ’ όσα υπάρχουν στη συλλογή. Διαβάζω ένα απόσπασμα:

… κι ο Ιούδας ουδαμώς απήγξατο

Είδα διερχόμενη, αδιάφορα,

φίλους σε πηγάδια, να συδαυλίζουν φωτιές

Κι άλλους, αμήχανα, στα υπερώα.

Κι αυτοί που φάγαν στο τραπέζι μου,

με τον Ιούδα να συντρώγουν, τα αργύρια… 

Προσέξτε: η ακριβής Ευαγγελική περικοπή είναι: ‘’Απελθών απήγξατο, Ιούδας ο δούλος και δόλιος…’’ Η Φωτεινή παρεμβαίνει και μας λέει στην ποίησή της ότι τελικώς ο Ιούδας ‘’ουδαμώς απήγξατο’’. Προσθέτει τη λέξη ‘’ουδαμώς’’. Δεν έφυγε δηλαδή ο Ιούδας. Κι οι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι της, συνέτρωγαν μαζί με τον Ιούδα… Τι; Τα αργύρια…

Κατά τη γνώμη μου, η παρεμβολή αυτή, αποτελεί μια υπέροχη ποιητική σύλληψη. Και ταυτόχρονα μια υπόσχεση ότι η Φωτεινή διαθέτει την ικανότητα και τις προϋποθέσεις να μεταπηδήσει εν καιρώ στην χορεία των ποιητών της δεύτερης κατηγορίας. Εάν το θέλει βέβαια κι αν την ικανοποιεί…

 

Από την άλλη πάλι έχουμε το τετράστιχο, στη σελ. 47:

Μια βαλίτσα που πάντα μου άρεσε

Μού χάρισαν σήμερα

Τι κρίμα να μην έχω

Ούτε ένα ταξίδι να πάω.

 

Τι έχουμε εδώ; Στον τελευταίο στίχο όπου ο αναγνώστης θα περίμενε μια πρόταση που θα ενείχε το στοιχείο της έκπληξης, της ανατροπής, της λύτρωσης  ίσως…  αντί αυτού, έχουμε μια κοινοτοπία.

Γιατί Φωτεινή, να μην τέλειωνε κάπως αλλιώς το ποίημα; Ίσως με την φράση…

Τι κρίμα να μην έχω

Ούτε ένα ταξίδι να κλείσω μέσα…

Καθότι, ποιητική αδεία, μπορεί να κλείσει κανείς ένα ταξίδι σε μία βαλίτσα…

Λέω τώρα εγώ… ποιητής δεν είμαι…

Αυτό είναι ίσως που λείπει από την ποίησή της.  Η αίσθηση της έκπληξης, η αίσθηση της ανατροπής. Θέλω να πω, εκείνο που διαπίστωσα εγώ διαβάζοντας αρκετά από τα ποιήματά της είναι το γεγονός ότι συνήθως τελειώνουν με τρόπο απελπιστικά αναμενόμενο. Λείπει η κορύφωση, λείπει εκείνο που πρέπει να ‘’παθαίνει’’ ο αναγνώστης ενός ποιήματος. Τι είναι αυτό;

Να φέρνει τούμπα το μυαλό του… να το ανακατεύει να το αναστατώνει!

Να κλείνει τα μάτια, να πιάνει το νήμα της σκέψης του ποιητή και να το πάει ακόμη παραπέρα. Να τον οδηγήσει ακόμη και κάπου, όπου κι ο ίδιος ο δημιουργός του ποιήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί…

‘’Τούτος ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας… ‘’ λέει ο ποιητής Ελύτης… Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Γιατί μας συγκινεί αυτή η ποιητική σύλληψη; Μήπως γιατί ο κόσμος αυτός είναι μικρός σε σχέση με το σύμπαν και μέγας σε σχέση με την ύπαρξή μας; Για κάποιον που είναι εξοικειωμένος με τις επιστήμες, μπορεί εδώ να εννοήσει την συνυποδήλωση της σχετικότητας ως προς το σύστημα αναφοράς. Μπορεί λοιπόν, ένας φυσικός να αναγνωρίσει στην ποιητική αυτή έκφραση στοιχεία της Θεωρίας της Σχετικκότητος και της κβαντομηχανικής του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου…

Από την άλλη, για κάποιον ερωτευμένο, ίσως έχει διαφορετική ανάγνωση. Μπορεί ο απέραντος, ο Μέγας κόσμος, αίφνης να σμικρυνθεί, να γίνει τόσο Μικρός ώστε να χωρέσει στα μάτια μιας γυναίκας…

 

Μια Πολωνή ποιήτρια στη ομιλία της όταν της απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, είπε: ‘’Γράφω, γιατί αυτό έτυχε να είναι το μόνο υψωματάκι που μού παραχωρήθηκε, όπου κυματίζουν θαρρετά, πλησίστια οι βαθιές ρίζες της γλώσσας από την οποία κατάγομαι…’’

Αυτό τελικά κάνει ένας ποιητής: και υποθέτω ότι κι αυτό κάνει κι η Φωτεινή. Να αναζητά τη γλώσσα από την οποία κατάγεται και να αναζητά την καταγωγή της μέσα στη γλώσσα…

Στην ποίηση της Φωτεινής υπάρχει πρόδηλη αυτή η αναζήτηση της καταγωγής της μέσα στις ρίζες της γλώσσας της. Το αποδεικνύει η χρήση της ευαγγελικής περικοπής στην οποία αναφέρθηκα πριν. Δεν την αντιγράφει απλώς, ούτε τη χρησιμοποιεί για να δείξει την ευρυμάθειά της. Επεμβαίνει στο ευαγγελικό κείμενο και το διασκευάζει ποιητικά. Υπάρχει τόλμη εδώ, υπάρχει κίνδυνος, υπάρχει ρίσκο, αλλά στην περίπτωσή της, στο συγκεκριμένο ποίημα, το ρίσκο ‘’της βγαίνει’’…

 

Γράφει σ’ ένα ποίημά του ο Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι:

Η ποίηση είναι ταυτόσημη

με την παραγωγή ραδίου

για μια μόνο λέξη

λειώνεις χιλιάδες τόνους

γλωσσικό μετάλλευμα… 

Η αίσθησή μου είναι ότι, η αγαπητή Φωτεινή, οφείλει να περάσει πολλά μερόνυχτα ακόμη στο εργαστήρι της, λειώνοντας γλωσσικό μετάλλευμα. Όπως επίσης πρέπει, να ακονίσει με πολύ ακόμη υπομονή τις λέξεις, προτού τις μετατρέψει σε λόγο ποιητικός. Κι ύστερα να τις βάλει μέσα σ’ εκείνον τον ‘’ασπρισμένο τενεκέ, με στην πριγκίπισσα ορτανσία’’

‘’Τα όρια της γλώσσας μου, καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου’’ … λέει κάπου πολύ σωστά ο Βιτγκενστάιν. Και είναι οι ποιητές που κατέχουν καλύτερα απ’ όλους μας τα όρια αυτά, άρα και τον κόσμο μας. Γι’ αυτό και λέμε πως οι ποιητές είναι οι πιο δυνατοί άνδρες και γυναίκες της γης, διότι αυτοί κατέχουν τα όρια της γλώσσας. Αιώνες τώρα διαφεντεύουν και καθαγιάζουν όλα τα καίρια σταυροδρόμια της ύπαρξης και τα φυλάσσουν επάξια μέσα στις στιβαρές λέξεις τους.

Είναι όμως και μια φιγούρα τραγική ο ποιητής. Ένα ον αμφίβιο, που ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Το σχοινί που επάνω του ακροβατεί, και που οι ίνες του είναι οι ίδιες οι λέξεις, πολλές φορές κόβεται. Γιατί οι λέξεις τον προδίδουν και ο ποιητής γκρεμοτσακίζεται. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο ουλές αυτός συνεχίζει να ακροβατεί… να προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του..

Το παράξενο βέβαια είναι ότι, τα πληγωμένα πρόσωπα των ποιητών δεν προκαλούν τον οίκτο, αλλά τον θαυμασμό μας. Ίσως γιατί οι ποιητές, μάς δείχνουν το πρόσωπό μας. Είναι ο καθρέπτης μας.

Ένας τέτοιος καθρέπτης είναι και η ποίηση της Φωτεινής Δημοτζίκη…

Προσωπικά, καθρεπτίστηκα μέσα σε κάποια από τα ποιήματά της και τα απήλαυσα…

Ευχαριστώ, πολύ για την υπομονή σας…

και ευχαριστούμε πολύ και την Φωτεινή Δημοτζίκη που μας χάρισε αυτήν την υπέροχη ποιητική συλλογή…

vendo

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.