Η «Εποχή» της προσφυγιάς… Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη) εις μνήμην Αχιλλέα Βασιλειάδη

Η «Εποχή» της προσφυγιάς…

Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

εις μνήμην Αχιλλέα Βασιλειάδη

Πως μού ‘ρθε τώρα; Ούτε κι εγώ ξέρω. Ε, να, διάβαζα και πάλι την εφημερίδα του Καπετανίδη την «Εποχή» για τις ανάγκες του βιβλίου μου, που έχει αγκιστρωθεί κάπου και δεν λέει να ξεκολλήσει. Σκέφθηκα να μοιραστώ κάτι που διάβασα, με όλους εσάς τους φιλαναγνώστες και φιλίστορες.

Πάμε λοιπόν πίσω καμιά εκατοστή και παραπάνω χρόνια.

Πόντος, Τραπεζούντα.

Εφημερίδα «Εποχή», έτος Β’, αριθμός φύλλου 77, Σάββατον 1 Ιουνίου 1919.

Πλήθη Ρωμιών και λιγότερων Αρμενίων προσφύγων έχουν κατακλύσει την πόλη. Από τα μέρη της Ρωσίας. Άλλοι διωγμένοι από τον Πόντο από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου (1914-11918) και πολλοί ακόμη στρατιώτες από την ατυχή έκβαση της εκστρατείας στην Ουκρανία.

Παρένθεση: Θυμίζω πως λίγους μήνες νωρίτερα, ο «εθνάρχης» Λευτέρης Βενιζέλος είχε την φαεινή έμπνευση να στείλει 25.000 ελλήνων στρατιωτών για να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους και να λυτρώσουν τους Ρώσους από τον κομουνισμό. Κάποιες χιλιάδες άφησαν εκεί τα κόκαλά τους κι άλλοι μπήκαν στα καράβια για να επιστρέψουν στην πατρίδα. Κάποιοι από αυτούς ξέμειναν στην Τραπεζούντα. Και μαζί με αυτούς χιλιάδες Ρωμιοί της Ρωσίας που έφυγαν για να γλιτώσουν από τη μανία των μπολσεβίκων. Όλος εκείνος ο ακμαίος και από χρόνια ριζωμένος ελληνισμός της Ρώσικης Αυτοκρατορίας σχεδόν ξεκληρίστηκε.

Θυμίζουμε επίσης ότι η Τραπεζούντα τότε ήταν υπό διοίκηση Οθωμανική που διαδέχθηκε τους Ρώσους που την εγκατέλειψαν μετά την ρώσικη επανάσταση. Η τύχη της πόλης δεν είχε αποφασιστεί ακόμη. Ούτε και η τύχη των εθνοτήτων της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Μεγάλοι συνεδρίαζαν στο Παρίσι για να καθορίσουν τις μοίρες τους, ενώ στη Σμύρνη είχε ήδη αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός με εντολή των συμμάχων.

Αυτά, και επιστρέφουμε στο κύριο άρθρο της «Εποχής» του Καπετανίδη. Ιδού τι γράφει:

‘’Την ώραν κατά την οποίαν μέσα εις τα γραφεία της Επιτροπής των Προσφύγων και του Ορφανοτροφείου , κυρίες και κύριοι ασχολημένοι με τα ωραία και ευγενή τους καθήκοντα γίνονται οι αγνότεροι διερμηνείς της εθνικής αλληλεγγύης και δουλεύουν να θεραπεύσουν την μεγάλην δυστυχίαν που αντικρίζουν εις την φυσιογνωμίαν της ελληνικής φτωχολογιάς, την ιδίαν ώραν ευρίσκομεν ολίγας στιγμάς να ρίξωμεν κι εμείς ένα βλέμμα γύρω σ’ αυτό το πένθιμο πλαίσιον και κρύβοντες βαθειά τον πόνον της ψυχής μας, να γινόμεθα έρμαια πολλών και διαφόρων συλλογισμών για την θέσιν του ελληνικού πληθυσμού που συγκεντρώνεται στην αυλήν και την εξώθυραν του Ιδρύματος ζητώντας στοργήν και βοήθειαν.

Το μελαγχολικό μας πέρασμα διακόπτεται από ένα περίεργο θέαμα. Γύρω οι τοίχοι του Ιδρύματος, ασπροβαμμένοι χθές ακόμη, γεμάτοι είναι από μολυβιές, από περίεργες γραμμές τες οποίες ανεξήγητες θα εύρισκεν και αυτή η τριγωνομετρία. Γράμματα παχιά και μικροσκοπικά, από κάρβουνο ή από μυλύβι, στίχοι και φράσεις περίεργοι και αξιομελέτητοι, βάφουν την λευκότητα των τοίχων. Τους πλησιάζομεν και μελετούμεν. Μας ελκύουν. Και ο ελάχιστος ρωμιός δεν παραλείπει ποτές να αφήσει ίχνη της ζωής του, εάν όχι πουθενά αλλού, τουλάχιστον στους τοίχους με μιαν αφιέρωσιν ή και με ένα υβρεολόγιον. Είναι το καθήκον του. Είναι ο δεσμός του προς την αθανασίαν.

Ολίγα διαλεχτά κομμάτια θα είναι ίσως χαρακτηριστικότατα της ψυχολογίας όλων εκείνων που ήρθαν και πέρασαν από την Επιτροπήν των Προσφύγων, τώρα και άλλοτε. Είναι η φωνή των θυμάτων. Φωνή που εχαράχθηκε απλούστατα με το μολύβι ή το κάρβουνο επάνω εις τον τοίχον. Έμειναν εκεί. Και διαβάζομε τα ακόλουθα, με σεβασμόν διατηρούντες την ορθογραφίαν και το φιλολογικόν ύφος. Γράφει κάποιος:

Σήμερον μαύρος ουρανός

Σήμερον μαύρη μέρα

Σήμερον εμείς πάρουμε παράδες κι ασημένια

Ατα πα αν κι δίγνε μας

Θα γλείφωμεν τα πέτρας

Ταντάν κοιλίαν εύκαιρον

Και δόντα ακονεμένα.

Αισθανόμεθα καθόλου τον βαθύν πόνον της δυνατής αυτής λαϊκής ειρωνίας;

Κάποιος άλλος περιορίζεται να γράφει το όνομά του φαρδιά πλατειά στο τοίχον. Μας λέγει πολλά:

Ηπειρώτης Δημήτριος Βασιλειάδης, εκ χωρίου Πρεμετής τη 2 Μαρτίου 1919.

Τίποτες άλλο. Αλλά μήπως δεν έφθανε; Ήπειρος και Πόντος ενώθηκαν στην ψυχήν του πλάνητος αυτού. Και αδελφώθησαν. Διαβάζομεν κάπου αλλού:

Μάνα αφού με γέννησες

Γιατί δεν μου το είπες

Πως έχει ο κόσμος βάσανα

Πως έχει ο κόσμος πίκρες.

Δημήτριος Ελευθεριάδης από την Σμύρνην.

Πιστεύομεν πως ο Σμυρνιώτης αυτός θα ικανοποιήθηκε τώρα. Γιατί εάν έχει ο κόσμος βάσανα, έχει και άλλες τόσες χαρές που δεν τες έχουν άλλοι. Ένας Σμυρνιώτης τες εννοεί τώρα πολύ καλά. (Ο Καπετανίδης σχολιάζει τοιουτοτρόπως, μάλλον διότι η Σμύρνη τότε είχε περιέλθει σε χέρια ελληνικά). Και συνεχίζει:

‘’Εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς, όλα τα είδη του λόγου και όλαι αι Μούσαι χορεύουν αδιαλείπτως επάνω εις τους λευκούς εκείνους τοίχους που εχρησίμευσαν ως περγαμηνή των παθών και των πόθων των δυστυχών. Γιατί άμα θα σκύψει κανείς εις την ψυχήν των θυμάτων αυτών που σύρονται εδώ και εκεί και καταντούν εις την φιλανθρωπίαν των Ιδρυμάτων μας, άμα σκεφθεί κανείς την μαύρην ατελείωτον σειράν των δυστυχιών των, θα δικαιολογήσει την έκφρασιν αυτήν του πόνου που εξωτερικεύεται επάνω στους τοίχους. Ειρωνεία, θρήνος, σαρκασμός. Εις μιαν άλλην πλευράν του τοίχου διαβάζομεν:

‘’Καλημέρα σας αδελφοί, χωρικοί και πολίται!’’

Μας φαίνεται πως ο χαιρετισμός αυτός απευθύνεται εις το πανελλήνιον που περιέθαλψε και έσωσε τον ανώνυμο αυτόν πρόσφυγα. Αλήθεια! Δεν αξίζει αυτή η σύντομη φράσις μίαν ολόκληρον ευχαριστήριον δήλωσιν, με μετοχάς και υπερσυντελίκους;

Θέλομεν να τελειώσουμε με ένα μοιρολόι μιας κόρης Σανταίας που ζούσε στο σχολείο της Δαφνούντος. Πρόσφυξ, άρρωστη και ορφανή δεκαεπτά ετών. Το άκουσε φίλος και μας το διηγήθηκε:

Αλοί την κόρ’ την ορφανή που κι έχ’ κάναν σον κόσμον. Ατ’ εν δενδρού ξερόν κλαδίν, πουλίν χωρίς φωλέαν…

Η φτωχή, δεν τραγουδούσε το μοιρολόι της. Το εμουρμούριζε. Έσερνε με φωνή παραπόνου το θλιβερόν αυτό τετράστιχον, ενώ έφθινεν η ζωή. Και η πείνα ωσάν σαράκι τής έτρωγε τα στήθια. Στα μάτια μας γιγαντούται ο απέραντος αυτός πόνος της δυστυχισμένης κόρης και μας φαίνεται πως ακούομεν τον αντίλαλον των τραγουδιών του Έδγαρ Πόε.

Ο ελληνισμός δεν θα ξεχάσει την κόλασιν αυτήν της απέραντης λαϊκής δυστυχίας.

ΣΠΥΡΟΣ ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Παρακάτω στο ίδιο τεύχος της «Εποχής» διαβάζουμε στα ‘’Σημειώματα’’ (τα μικρά νέα ή επίκαιρα σχόλια, θα λέγαμε):

Τω κυρίω δημάρχω ευλαβώς

Δήμαρχον ακούομεν και δήμαρχον δεν βλέπομεν. Οι δρόμοι βρωμούν, αι ακαθαρσίαι επελάγωσαν, τα σοκάκια έγιναν ουρητήρια, αι ενορίαι κοπρώνες και δήμαρχον ακούομεν και δήμαρχον δεν βλέπομεν. Τι ήθελε το Δημαρχείο τες πυγολαμπίδες εκείνες τες οποίες κατ’ ευφημισμόν ονομάζομεν ηλεκτρικές μελιτζάνες; Για να φανούν και τη νύχτα τα τενάγη βρώμας της Τραπεζούντος; Έκανε κανείς υπάλληλός σας κανένα γύρω στες ενορίες κ. Δήμαρχε; Έγινε κάποια μέριμνα για την ύδρευση της πόλεως; Επιάσατε κανέναν από αυτούς τους φύσει ρυπαρούς να τους πετάξετε έξω από την πόλιν; Θα μας πείτε κ. Δήμαρχε, πως με τέτοιον λαόν και με τέτοιον φτωχόκοσμον, προκοπή δεν γίνεται. Συμφωνούμεν. Μα, τι φυλάττετε τότε το Δημαρχείον; Δεν το κλείνετε λέμε εμείς, για να γράψετε επάνω: «Ενοικιάζεται»;

Ή μήπως κάνετε ετοιμασίες για την υποδοχήν της χολέρας, σε ένα δυο μήνες;’’

 

Τούτα λοιπόν γράφει ο Νίκος Καπετανίδης στην εφημερίδα του.

Κατά πρώτον, η υπογραφή ‘’Σπύρος Φωτεινός’’ μην σας ξενίζει. Είναι ένα από τα λογοτεχνικά ψευδώνυμά του. Όσο για την δηκτική ειρωνεία στο ‘’σημείωμά’’ του, δείχνει την τόλμη και την παρρησία με την οποία υπηρετούσε το λειτούργημά του.

Την τόλμη του αυτή την εξαργύρωσε με τη ζωή του. Καθώς ξέρουμε, οι κεμαλικοί τον κρέμασαν στην Αμάσεια δυό χρόνια μετά. Ήταν μόνον τριάντα ενός ετών…

(Πώς εξαργυρώνει η πλειονότητα των δημοσιογράφων σήμερα στη Ελλάδα το λειτούργημά τους; Υπηρετώντας τα συστημικά ΜΜΕ και καταντώντας ευρωβουλευτές, ή βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου. Ας σημειώσουμε όμως κι αυτό. Τότε στον Πόντο υπήρχε και εφημερίδα ελληνική που χάιδευε την εξουσία με ανταλλάγματα. Το «κέρδος» ήταν ότι ο εκδότης της δεν κρεμάστηκε, αλλά ήρθε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας (ζωντανός). Για δες όμως; Εμείς τον Καπετανίδη ξέρουμε, κι αυτόν θα θυμούνται ες αεί οι επόμενες γενιές).

 

Υστερόγραφο: Το σύντομο αυτό άρθρο επιθυμώ να το αφιερώσω στον πρόσφατα χαμένο Αχιλλέα Βασιλειάδη. Έναν άνδρα που πρόσφερε πολλά εις αυτό που ονομάζουμε ποντιακή υπόθεση, μέσα από πάμπολλα μετερίζια.

Βρέθηκα σε αρκετά μουχαμπέτια μαζί του. Κάποια από αυτά κι εδώ στο Ωραιόκαστρο. Ποτέ δεν μού χαλούσε το χατίρι κι έψελνε για χάρη μου εκείνα τα δυό τετράστιχα που τού ‘δινα παραγγελιά:

Την Τραπεζούνταν ελάστα, εννέα μαχαλάδες

Και για τ’ εμέν κι ευρέθανε, στραβοί προξενητάδες

Καθώς και το άλλο:

Αρνι’ μ την πόδαν ντο πατείς

Τ’ ιχνάρι ‘ς να βαθύνω

Γομούται παρχαρί νερόν

Κλείσκουμαι κα και πίνω…

 

Σταυριώτης

vendo