Με την ματιά του Π. Παπαδόπουλου – Ο Βέβαιας κι φογάται τη Στοφορίνα

Ο Βέβαιας κι φογάται (φοβάται) τη Στοφορίνα, του Γιάννη Γεωργιάδη. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Τον περασμένο Ιούνιο έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: την παρακολούθηση μιας παράστασης ποντιακού θεάτρου. Αν και ποντιακής καταγωγής κατά το ήμισυ, μέχρι σήμερα δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να δω ζωντανά ένα ποντιακό έργο. (Αμυδρά μόνο θυμάμαι πριν είκοσι και πλέον χρόνια κάποιες εικόνες από τον Κλήδονα, τον οποίο είχε μεταδώσει μεταγλωττισμένο όμως, η ΕΡΤ-3) Έτσι λοιπόν, με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση της προέδρου του της Ένωσης Ποντίων Ωραιοκάστρου και Φίλων, κας Γεωργίας Πετρίδου να παραστώ στην πρεμιέρα της παράστασης «Ο Βέβαιας κι φογάται (δεν φοβάται) τη Στοφορίνα», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Γεωργιάδη.


Η παράσταση ανέβηκε στην αίθουσα προβολών του 2ου Γυμνασίου Ωραιοκάστρου. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από θεατές, ποντιακής και μη καταγωγής. Στα χρόνια που ζούμε τα ταμπού έχουν σπάσει (εδώ και δεκαετίες) και όλοι έχουν κάποιον πρώην πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία ή παλιννοστούντα από τις πρώην δημοκρατίες της Ε.Σ.Σ.Δ. (Υπενθυμίζουμε ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ντόπιοι πληθυσμοί απέφευγαν επιμειξίες με Πόντιους.) Αυτά εξέλειπον και η ποντιακή κουλτούρα, ως στοιχείο, είναι οικεία σχεδόν σε όλους. Πάντως Πόντιοι και μη Πόντιοι ξεκαρδίστηκαν στο γέλιο.
Μετά το επιτυχημένο ανέβασμα στο Ωραιόκαστρο η παράσταση ανέβηκε στην Παλαιοκώμη Σερρών, στο Ανοιχτό Θέατρο Κρύας Βρύσης «Τάσος Πεζιρκιανίδης» στην Πολίχνη, στην Ανοιξιά Ασκού, ενώ συμμετείχε και στο 6ο Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου στις Μουριές του Κιλκίς. Έτσι, έκλεισε τις παραστάσεις για φέτος το Καλοκαίρι, ανανεώνοντας το ραντεβού με το κοινό για το Σεπτέμβρη.


Ας πούμε και λίγα λόγια για το Σύλλογό: Ιδρύθηκε το 1993 στο Ωραιόκαστρο του νομού Θεσσαλονίκης και φέρει την επωνυμία ¨Ένωση Ποντίων Ωραιοκάστρου & Φίλων¨. Είναι πολιτιστικός, επιμορφωτικός Σύλλογος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Σκοπός του Συλλόγου είναι η μορφωτική και πνευματική μας καλλιέργεια μέσα από το λαϊκό πολιτισμό, τις λαϊκές τέχνες (χορό, τραγούδι, θέατρο, λογοτεχνία κ.τ.λ. ) η διατήρηση των ηθών- εθίμων και της Ιστορίας του πολιτισμού του Πόντου. Στον εν προκειμένω Σύλλογο λειτουργούν διάφορα τμήματα :Χορευτικό , Χορωδιακό , Θεατρικό , Ποντιακής διαλέκτου, Εκδοτικό, Βιβλιοθήκη, Εκμάθηση ποντιακής λύρας, Διαδίκτυο ([email protected])
Η Θεατρική Ομάδα του Συλλόγου λειτουργεί εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Παρά τις ελλείψεις ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Γιάννης Γεωργιάδης, καταφέρνει και καθοδηγεί με επιτυχία τα μέλη της ομάδας. Η ομάδα έχει παρουσιάσει άλλα έξι έργα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Πρέπει τέλος να προσθέσουμε και ότι η ίδια θεατρική ομάδα έχει λάβει και το Πρώτο Βραβείο στο 2ο Περιφερειακό Φεστιβάλ Ποντιακού Θεάτρου.


Η πρόεδρος του Συλλόγου κα. Γεωργία Πετρίδου, προλόγισε την παράσταση με τον εξής χαιρετισμό: «Ο Σύλλογος μας φέτος κλείνει τριάντα χρόνια λειτουργίας. Τριάντα χρόνια πολιτιστικής προσφοράς. Μέσα από τα τμήματα του Συλλόγου καταφέραμε και κρατήσαμε ψηλά την ποντιακή μας παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα και την ιδιαίτερη διάλεκτό μας. Το ποντιακό θέατρο είναι το πιο πρόσφορο μέσο για να μην περάσει στη λήθη η ποντιακή διάλεκτος η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το θέατρο μας μορφώνει, μας διδάσκει, θεραπεύει το αίσθημα νοσταλγίας και πρέπει να υπάρχει, για να δίνει την πραγματική διάσταση της ποντιακής ζωής.»

Η υπόθεση του έργου.
Οι ήρωες του έργου , ο Βέβαιας και η Στοφορίνα (τον Βαίβεα τον λεν Χριστόφορο-Στόφορο στα ποντιακά, εξού και Στοφορίνα), είναι ένα ζεύγος αρκετά αγαπητό στην κοινωνία. Υπάρχουν όμως κάποιες αντιπαλότητες μεταξύ τους πολλές φορές σε έντονο βαθμό, διότι ο Βέβαιας ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση έχοντας και αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Αυτά εξοργίζουν την Στοφορίνα, η οποία είναι φορτισμένη με τις υποχρεώσεις εντός και εκτός σπιτιού και επιπλέον υποφέρει και τα τσιλιμπουρδίσματα του Βέβαια.

Από την άλλη ο Τοξαγιαλάντς είναι ένας τύπος που του αρέσουν τα πειράγματα και οι φάρσες και εκμεταλλεύεται τις διαμάχες του ζεύγους, δημιουργεί διάφορες ψεύτικες ιστορίες ώστε να εντείνει περισσότερο τις αντιπαλότητες και να προκαλέσει κωμικές καταστάσεις με απώτερο σκοπό το γέλιο.

Επιπλέον στοιχεία για το έργο.
Το έργο διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Γεωργιάδης. Το εγχείρημα του αναμφίβολα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Το ποντιακό θέατρο, όπως διαπίστωσα με τα μάτια μου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά:
Η διασκευή αποτέλεσε μια σύνθεση από μικρές ιστορίες του Φίλωνα Κτενίδη, οι οποίες δημοσιεύονταν στην «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ». Ο συγκερασμός τους και η μετατροπή τους σε θεατρικό έργο από τον Γεωργιάδη, απαίτησε οπωσδήποτε χρόνο και κόπο. Όταν μάλιστα οι διάλογοι πρέπει να ομιλούνται στην ποντιακή διάλεκτο και σε όχι οποιαδήποτε έκδοση της, αλλά σ’ αυτήν την οποία θα είναι κατανοητή στο κοινό, τότε ο βαθμός δυσκολίας μεγαλώνει. Ύστερα αυτοί οι διάλογοι θα πρέπει να διδαχτούν στους ηθοποιούς και να ακουστούν από εκείνους επί σκηνής χωρίς σαρδάμ σαν να ομιλείται η απλή ελληνική. Αυτή η διαδικασία υπήρξε κατά τη γνώμη μου η δυσκολότερη φάση της προετοιμασίας της παράστασης. Ο σκηνοθέτης-συγγραφέας μπόρεσε και τα έφερε εις πέρας με τη συνδρομή και του φροντιστηρίου της Θεοδώρας Κιμισκίδου.
Στη σκηνοθεσία της παράστασης, ο Γιάννης Γεωργιάδης είχε επίσης δύσκολο έργο. Ο σκηνοθέτης είναι Δάσκαλος, και καθήκον του Δασκάλου είναι να διδάξει στους ηθοποιούς την υποκριτική τέχνη. Στην προκειμένη περίπτωση ο κος Γεωργιάδης είχε να κάνει με ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να ανεβάσουν μια παράσταση. Εδώ δεν αρκεί μόνο το φιλότιμο. Απαιτείται σκληρή, μεθοδική και επίπονη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος επάξια επιβράβευση.
Ας δούμε τι έγραψε στο σημείωμα του ο σκηνοθέτης: «Στο λαογραφικό περιοδικό «ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ» ο Φίλων Κτενίδης έγραψε εκτός των άλλων και μικρές ιστορίες με το ζεύγος ΒΕΒΑΙΑ Στόφορος και Στοφορίνα, σχεδόν σε κάθε τεύχος. Με την πολύτιμη βοήθεια του φίλου μου Κωνσταντίνου Ζουρουφίδη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού που πήρε κάποια αποσπάσματα τα μετέφερε σε θεατρική μορφή και εγώ έκανα μια επιλογή και διασκευή δημιουργώντας αυτό το θεατρικό έργο «Ο Βέβαιας κι φογάται τη Στοφορίνα». Θεωρώ ότι το ποντιακό θέατρο είναι μια ένδειξη ζωτικότητας που στις μέρες μας σπανίζει. Έχει τη μορφή έκφρασης από τις ζωτικές πολιτισμικές μας καταβολές και χρήζει ιδιαίτερης προβολής και καταξίωσης.»
Όσον αφορά τα σκηνικά που επέλεξε ο Γεωργιάδης ώστε να κοσμήσουν την παράσταση, έδιναν μια ωραία αύρα Λαογραφικού Μουσείου. Το καφενείο αλλά και το σαλόνι του Βέβαια μας έδωσαν μια σαφή εικόνα της διαρρύθμισης των δύο βασικών χώρων στους οποίους περνούσαν σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους οι Πόντιοι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς. Νοητικά ο θεατής θέλοντας και μη μεταφέρθηκε στον Πόντο. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι εν λόγω χώροι και εκεί.
Τα κοστούμια, αντρικά και γυναικεία, ήταν ακριβώς σαν αυτά που φορούσαν εκείνη την εποχή. Αν κάνει κανείς μια βόλτα σε ένα σχετικό μουσείο θα το διαπιστώσει. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν άνετα μέσα σε αυτές τις φορεσιές, οι οποίες έχουν πλέον μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Δε φάνηκε κανείς και σε καμία περίπτωση να πνίγεται από τα κοστούμια της παράστασης. Και πάλι θα πω ότι για να το επιτύχεις αυτό θέλει καλή δουλεία σε βάθος χρόνου στις πρόβες αλλά και εσωτερική πειθαρχία όπως και υπομονή.
Ο ήχος και ο φωτισμός, έδεσαν απόλυτα με την παράσταση και αυτό οφείλεται στη δουλεία του Σάββα Ιωαννίδη. Ενώ τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε το Στούντιο Ράδιο Ακρίτες. Αυτοί οι αφανείς εργάτες της παράστασης ήταν αλάνθαστοι και τα κατάφεραν υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς δεν είχαμε να κάνουμε με ένα επαγγελματικό θέατρο αλλά με τη σκηνή μιας αίθουσας εκδηλώσεων ενός γυμνασίου.

Οι ερμηνείες:
Η κωμωδία για να είναι επιτυχημένη πρέπει να διαβάζεται από ηθοποιούς οι οποίοι μπαίνουν στο πνεύμα του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Οι ρόλοι οι οποίοι απαρτίζουν το έργο πρέπει να έχουν οντότητα. Αυτά τα δύο στοιχεία συνυπήρξαν στη συγκεκριμένη παράσταση. Οι μορφές που ερμήνευσαν το έργο μπήκαν για τα καλά στο νόημα της εν θέματι εποχής, αλλά και στις επιδιώξεις του σκηνοθέτη κου Γεωργιάδη.
Η Τασούλα Ορφανίδου στο ρόλο της Στοφορίνας ήταν χειμαρρώδης. Πέτυχε απόλυτα να μας αποτυπώσει την εικόνα της Πόντιας γυναίκας η οποία έχει μπλέξει σε ένα γάμο με ένα μπαγαπόντη και τεμπελάκο σύζυγο. Με συνεχείς χειρονομίες και ακατάληπτα λογύδρια εξέφραζε σε κάθε σκηνή την αγανάκτηση της. Θύμισε σε όλους πολλές Πόντιες «θείες» που κυνηγούσαν τους άντρες τους στα καφενεία όπου ρεμπέλιαζαν. Η ηθοποιός όμως δεν ήταν επίπεδη. Η Ορφανίδου έβγαλε συναίσθημα κατατρομαγμένη, όταν ο Τοξανγιαλάντς (Σάκης Παναγιωτίδης) της είπε ψευδώς πως ο Βέβαιας έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Το ρόλο του Βέβαια ερμήνευσε ο ίδιος ο Γεωργιάδης. Εκτός από το σκηνοθετικό και συγγραφικό ταλέντο μας έδειξε ότι διαθέτει και αστείρευτο υποκριτικό. Μπήκε στο πετσί του ρόλου και προκάλεσε άφθονο και πηγαίο γέλιο. Έχοντας μονίμως ιδρωμένο το πρόσωπο από το φόβο για τη Στοφορίνα και κάνοντας συνεχώς τις απαραίτητες γκριμάτσες, με το βλέμμα του μικροαπατεώνα που λέει το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, έδωσε στο κοινό αυτό που απαιτούσε ο ρόλος. Αεικίνητος επί σκηνής, ο Γεωργιάδης μας χάρισε μια απολαυστική ερμηνεία.
Ο Γιώργος Βαλετόπουλος (Γιωρίκας) στην πρώτη σκηνή του έργου μας ξεκλειδώνει το χαρακτήρα του Βέβαια. Το πετυχαίνει και με το βλέμμα του, είναι συνεχώς έτοιμος να γελάσει αλλά συγκρατείται. Κρατάει τα προσχήματα ώστε να αφήσει το Βέβαια να δείξει ποιος πραγματικά είναι ο μεγάλος του φόβος. Συμπαραστάτης του ο Γιάννης Σταλίδης (Κωστής), ο οποίος συνέχεια καμώνεται ότι ακούει με προσοχή το Βέβαια. Το σοβαρό ύφος που έχει σε όλη τη σκηνή αλλά και οι χειρονομίες του, βοήθησαν εξίσου στην εξέλιξη της παράστασης ώστε να βγει γέλιο από τα καμώματα του Βέβαια. Ο καφετζής Πανίκας (Λάμπης Παπαθανασιάδης) κάθεται αλλά και κινείται σε δεύτερο πλάνο στη σκηνή. Παίζοντας συνέχεια ποντιακή λύρα (κεμετζέ) γεμίζοντας έτσι με περισσότερο ποντιακό χρώμα την παράσταση, υποβοηθά ταυτόχρονα τους άλλους δύο στο ξεδίπλωμα του χαρακτήρα του Βέβαια.
Η Βασιλεία Μαυρίδου, στο ρόλο της Ελπινίκης ήταν όπως την περιμέναμε: Όμορφη, σεμνή, μετρημένη, άριστα ενδεδυμένη αλλά και με κινήσεις προσεκτικές όπως απαιτούσε ο ρόλος της. Το ζεύγος Ηλία-Σωτηρίας (Νίκος Αβλαστημίδης-Δόξα Ορφανίδου) εισέρχεται στο σπίτι του ζεύγους Βέβαια και Στοφορίνας, και με αφορμή το κυριακάτικο τραπέζι δίνει την ευκαιρία να αντιπαρατεθούν οι οικοδεσπότες. Η σκηνή χαρίζει άπειρο γέλιο στο θεατή. Έξυπνοι διάλογοι, καλά ζυγισμένοι και χωρίς υπερβολές οι οποίες θα μετέτρεπαν το έργο σε φαρσοκωμωδία. Παράλληλα όμως μας ταξιδεύουν και έναν και πλέον αιώνα πίσω, στον ελληνικό Πόντο. Οι φιγούρες του έργου είναι, όπως είπαμε, πρόσφυγες πρώτης γενιάς και μεταφέρουν αυτούσια εικόνες από τον Πόντο. Μια από αυτές ήταν και το κυριακάτικο τραπέζι, το οποίο έδινε την ευκαιρία στους Πόντιους να βάλουν τα καλά τους (ευρωπαϊκά) ρούχα και να επισκεφθούν συγγενείς και φίλους.
Η Ρούλα Γεωργιάδου (η Μαμή) αναλαμβάνει το ρόλο του «Από μηχανής Θεού» στο τέλος της παράστασης. Τακτοποιεί τα πράγματα λύνοντας την παρεξήγηση που γέννησε η φάρσα του Τοξαγιαλάντη, αναγκάζοντας τη Στοφορίνα να πει στο Βέβαια: «Αν λέγοσε έναν κακό λόγο, αν κακοκαρδίζοσε να ξεραίνεται το στόμαμ!» Έτσι το ζευγάρι συμφιλιώνεται και πέφτει η αυλαία…
Άφησα για το τέλος την αναφορά μου στον ρόλο του Τοξογιαλάντη. Ο Τοξογιαλάντς αρέσκεται στο να βάζει φυτίλια σε μορφές όπως ο Βέβαιας και η Στοφορίνα. Αντικειμενικός στόχος το γέλιο, η πλάκα και η ανακατωσούρα. Άριστος «φυτιλίδης» ο Σάκης Παναγιωτίδης, ερμήνευσε το ρόλο Τοξογιαλάντη με γρήγορα περάσματα από τη σκηνή, σαν τη σπίθα που βάζει τη φωτιά. Στάθηκε αφορμή η Στοφορίνα να «πάρει με τα ξυλέας το Βέβαια», αλλά και «να κλαίει και να φτουλίεται (ξεμαλιάζεται) από τη στεναχώρια του!»

Συμπερασματικά θα σας έλεγα ότι αν σας δοθεί ευκαιρία να παρακολουθήσετε ποντιακό θέατρο θα σας έλεγα να πάτε και πάλι να πάτε! Η παρακολούθηση ενός τέτοιου θεάματος είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία ώστε να μπει κανείς στο νόημα του ποντιακού πολιτισμού. Δικαίως οι ηθοποιοί, η πρόεδρος του Συλλόγου, αλλά και οι συντελεστές της παράστασης χειροκροτήθηκαν παρατεταμένα από τους θεατές. Όρθιο το κοινό αναγνώρισε την επίπονη προσπάθεια τους αλλά και την ζωτικής σημασίας προσφορά τους στην παράδοση. Περιμένουμε με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους…

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

vendo

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.