Κισάμπατζακ – Μια άλλη (αιρετική;) ματιά στο βίο και την πολιτεία του… του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

Κισάμπατζακ (1884-1944)

Μια άλλη (αιρετική;) ματιά στο βίο και την πολιτεία του…

του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

Λέω πως έχω διατρέξει μεγάλο μέρος της ζωής μου διαβάζοντας, ερμηνεύοντας, γράφοντας (τρόπος του λέγειν) αλλά κυρίως απολαμβάνοντας τούτη τη διαδρομή. Που δείχνει να μην έχει τέλος, αλλά (κι εδώ τα βήματά μας οδηγούν αναπόφευκτα στο Καβάφη), φαίνεται πως εν τέλει είναι το ταξίδι εκείνο που αξίζει. Όχι ο προορισμός. Κι αν είναι η εύρεση της αλήθειας ο προορισμός, στο τέλος μένει αχνή, δυσδιάκριτη, κρυμμένη πίσω απ’ τα σύννεφα.

Δεν πειράζει. Τι κι αν όλη τούτη η αναζήτηση το μόνο που είχε να μού προσφέρει ήταν αμφιβολίες; Είναι μάταιο, άραγε, να σού διαφεύγει η αλήθεια και αντί γι’ αυτήν να παίρνεις γι’ αντάλλαγμα πάθος και χαρά; Όχι βέβαια! Εν πάση περιπτώσει, είναι σημαντικό να μαθητεύει κανείς στην γνώση, κι ας δείχνουν τα πράγματα πως η συνθήκη αυτή οδηγεί συχνά σε αδιέξοδα.

Το λοιπόν, ο λόγος για τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, κατά κόσμον Κισάμπατζακ, που πάει να πει ‘’κοντοπόδαρος’’. Φαντάζομαι πως μοιάζει αδόκιμη τούτη η φιλοσοφικο-λογοτεχνική απόπειρα εισαγωγής, εάν είναι να γράψει κανείς δυό λόγια για έναν «δωσίλογο». Είναι όμως; Είναι δωσίλογος; Ας δούμε…

Αναζητώντας το όνομά του στη Βικιπαίδεια, σκοντάφτουμε στην εξής άκρως διαφωτιστική(sic) πληροφορία: ‘’Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος (γνωστός και ως Κισά Μπατζάκ) ήταν Πόντιος τουρκόφωνος οπλαρχηγός, δωσίλογος κατά την κατοχή της Ελλάδος και ηγέτης του ΕΕΣ. Αυτοκτόνησε το Νοέμβριο του 1944 προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ.’’

Βέβαια, τούτες οι ηλεκτρονικές «εγκυκλοπαίδειες» κάθε άλλο παρά αξιόπιστες είναι. Πιστέψτε με, ξέρω τι λέω, σίγουρα κι εσείς το ξέρετε. Πολλά από τα λήμματα είναι τόσο πρόχειρα, ανακριβή και κακογραμμένα και εν τέλει, τόσο ανυπεράσπιστα, όσο και οι αδαείς που τα εμπιστεύονται. Εν προκειμένω, η Βικιπαίδεια εξέδωσε την ετυμηγορία της: ο Κισάμπατζακ είναι δωσίλογος!

Εξηγούμαι εξ αρχής. Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στα «ελαφρυντικά» που στέκουν απέναντι στην κατηγορία περί δωσιλογισμού του Κισάμπατζακ. Φανταστείτε δηλαδή ότι είμαι ο δικηγόρος του σε μια δίκη (που ποτέ δεν έγινε), με κατηγορούμενο τον Πόντιο οπλαρχηγό. Κι ότι έχω αναλάβει την υπεράσπισή του.

Θα προσπαθήσω να εκπληρώσω το έργο μου προσφεύγοντας στην αρωγή, πρώτον της (αμφίβολης) δικανικής μου επάρκειας και δεύτερον (κυρίως) στο βιβλίο του εκ Κούκου Πιερίας καταγόμενου συγγραφέα Βασίλη Σιδηρόπουλου, απ’ όπου άντλησα αρκετές από τις πληροφορίες μου (τις οποίες φυσικά διασταύρωσα), προσθέτοντας εις αυτές και την επιτόπια επίσκεψή μας στη μαγική τοποθεσία του χωριού και στην κατατοπιστική ξενάγησή του. Και φυσικά αρκετών άλλων βιβλίων…

Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, λογοτεχνικά με ένα απόσπασμα από το υπό έκδοσιν, (εις απώτερον μέλλον) βιβλίου μου σχετικό με την καταστροφή του ελληνισμού της Μικρασίας.

Και ναι! Δεν είναι και τόσο γνωστό, αλλά ο Κισάμπατζακ, είχε ξεκινήσει από τον

Δυτικό Πόντο για την Άγκυρα με πεντακόσια παλικάρια για να ενωθεί με τις γραμμές

του ελληνικού στρατού και να πολεμήσει τον Κεμάλ. Κι αυτοί οι πεντακόσιοι, πιστέψτε

 

με, θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Αλλά… συνέβη κάτι και δεν τα κατάφερε…

 

Φθάσαμε στο Σαρισού το χωριό ογδόντα άνδρες. Όσοι απομείναμε από τους πεντακόσιους. Μετά τη σφαγή, μέσα σ’ εκείνη την καταραμένη χαράδρα, εκεί στο Ερικλή Μπαγλάρ. Ο αρχηγός μας, ο καπετάνιος μας ο Κισάμπατακ μιλιά δεν είχε βγάλει από το στόμα του τρεις μέρες. Πίκρα μεγάλη είχε μέσα του και θυμό βαρύ.

Στην άκρη του Σαρισού ήταν το κονάκι εκεινού του Τούρκου που μας έστειλε ο αφορισμένος στους Άγγλους. Έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα, μπήκε και τον έσυρε έξω στην αυλή. Πίσω του έτρεξαν η γυναίκα και τα τέσσερα μικρά παιδιά του. Ούρλιαζε και τσίριζε η Τουρκάλα. Μάς ξόρκιζε να τον αφήσουμε. Δυό αντάρτες κράτησαν το κεφάλι του πάνω σ’ ένα κούτσουρο όπου ‘κοβαν ξύλα. Πήρε ο Κισάμπατζακ το τσεκούρι και του ‘κοψε την κεφαλή. Έτσι λυτρώθηκε κάπως ο αρχηγός. Βρήκε τη λαλιά του. Βρισιές, μόνο βρισιές και κατάρες έβγαιναν από τα χείλη του. Και συνεχίσαμε…

Είχε χάσει ο καπετάνιος τον αδελφό του στην παγίδα όπου τον έστειλαν οι Άγγλοι. Τον εβρήκε σφαίρα στην κοιλιά κι ήταν άσχημα. Τον επήρε στην πλάτη του ένας αντάρτης αλλά ο Λάζαρος δεν άντεχε τον πόνο. Παρακάλεσε: ‘’γκαρτεσίμ ολτούρ μπενί, κοπεκλερίν ελινέ μπιράκμα (αδελφέ σκότωσέ με, μη μ’ αφήνεις στα χέρια των σκυλιών…’’.  Έβαλε το πιστόλι στον κρόταφό του ο Κισάμπατζακ, έστεψε αλλού το βλέμμα κι έριξε…

Εκείνος ο Τούρκος τους έστειλε στους Άγγλους, κι εκείνος ο Εγγλέζος λοχαγός τους έστειλε ίσα στην παγίδα που τού ‘στησαν οι Τούρκοι. Τους είχε ειδοποιήσει πως πεντακόσιοι Ρωμιοί από τον Πόντο ήρθαν για να ενωθούν με τον ελληνικό στρατό και να πολεμήσουν τον Κεμάλ. Αξιωματικός των Τούρκων ήταν ο Ταγίπ πασάς…  τους πετσόκοψε στη χαράδρα…

Ογδόντα άνδρες απομείναμε στο δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα, στον Πόντο, δεν αφήσαμε τούρκικο χωριό όρθιο. Καίγαμε, σφάζαμε, κλέβαμε ζώα. Μετά την ενέδρα στη χαράδρα και χαμό των συντρόφων μας, πάψαμε πια να είμαστε οι ίδιοι. Θεριά ανήμερα γινήκαμε. Καταριότανε τους Άγγλους ο Κισάμπατζακ.

Κάποτες επήρε τη λύρα. Χάιδεψε τη ράχη της, την εφίλησε κι ύστερα την έδωκε με το δοξάρι στον Πανίκα και του ‘πε να παίξει. Σήκωσε ψηλά την κεφαλή και με μάτια κλειστά άρχισε να ψέλνει:

‘’Να, να, κοιτάξτε τις πέτρες της Άγκυρας,

  Δείτε επάνω τους τα μαύρα δάκρυά μας που τις έβρεξαν

  Μας ξεπάστρεψαν οι Τούρκοι

  Για δες παιγνίδι που μας έπαιξεν η μοίρα

  Στις πλαγιές της Άγκυρας θάφτηκαν οι ελπίδες μας εκεί

  Καταραμένοι να ‘στε Άγγλοι που θάψατε τα όνειρα των άμοιρων Ελλήνων

  Και δώσατε τους άνδρες μας πεσκέσι στους άπιστους…’’

 

Η παραπάνω περιγραφή μπορεί να μην περιποιεί μεγάλη τιμή για τον (αιμοσταγή;) ήρωά μας, αλλά οφείλουμε να τοποθετήσουμε τις πράξεις του μέσα στο πλαίσιο, το σκηνικό της εποχής. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η Μικρασία υπήρξε ήδη για περισσότερο από μια δεκαετία, θέατρο αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων, Αρμενίων, Αράβων, Οθωμανών και άλλων, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.

Υπάρχει και συνέχεια όσον αφορά τον Κισάμπατζακ. Μια συνέχεια που προηγήθηκε χρονικά και ήταν πολύ πιο τρομαχτική. Για τους Τούρκους τούτη τη φορά.

Ήταν η εκδίκηση που πήραν οι Ρωμιοί για τις σφαγές των γυναικόπαιδων στη σπηλιά του Οτ Καγιά. Τι γίνηκε εκεί στο Οτ Καγιά;

Στα μέσα Απριλίου 1917 εξήντα Πόντιοι αντάρτες της περιοχής του Λαντίκ (Λαοδίκαια) και του Καβάκ κυνηγημένοι, μαζί με εξακόσια πενήντα γυναικόπαιδα οχυρώθηκαν στην σπηλιά Οτ Καγια στο βουνό Ντελτές. Μετά από μάχες έξι ημερών με τους Οθωμανούς του Ταλίπ Τσαούς όλοι οι αντάρτες σκοτώθηκαν. Οι περισσότερες γυναίκες βιάστηκαν και χάθηκαν. Οι Τούρκοι ήξεραν, έμαθαν ότι τούτο το κακό δεν θα ’μενε δίχως απάντηση. Πράγματι, τέσσερις μήνες μετά στις 14 Αυγούστου στις τρεις τα ξημερώματα, ενωμένοι οι καπετάνιοι του μισού Δυτικού Πόντου, απ’ τη Μπάφρα, Λαντίκ, Μερζιφούντα, Κάβζα, Βεζίρκιοπρου κι απ’ αλλού, με αρχηγό τον Κισάμπατζακ ξεπάστρεψαν 1500 Οθωμανούς στρατιώτες και τσέτες. Κι άλλους τριακόσιους πενήντα άμαχους χωρικούς μαζί με γυναίκες και παιδιά. Το Τσααγσούρ, ο μεγαλύτερος στρατώνας τους, όπως και το κεφαλοχώρι, είχαν αφανιστεί, είχαν καεί. Αρχηγός των πυρπολητών ήταν ο καπετάν Ατές Κωνσταντίν πού ‘χε χάσει γυναίκα και δυό κόρες στη σπηλιά του Οτ Καγιά. Οι Ρωμιοί έχασαν πάνω από διακόσιους αντάρτες στη μάχη του Τσααγσούρ.

 

Το λοιπόν, όποια πέτρα κι αν εσήκωνες στον Δυτικό Πόντο εκείνες τις μαύρες μέρες, όποια πέτρα, τούτον τον Έλληνα θα ‘βρισκες. Που δεν μιλούσε γρι ελληνικά, αλλά είχε ψυχή και θυμικό ρωμαίικο. Τον Κισάμπατζακ που το μάτι δεν τον έπιανε μιας ήταν κοντός, αλλά παρόλα αυτά ψηλός, θεόρατος! Καθότι το μπόι των ανδρών δεν μετριέται με τον πήχη αλλά με το μυαλό και τη θάρρητα. Κι αυτά τα ‘χε περίσσια ο καπετάνιος κι απ’ όλα πιότερο μυαλό στρατηγικό!

Πηγαίνετε μια βόλτα μέχρι τον Κούκο Πιερίας, δεν είναι μακριά, τριανταπέντε λεπτά από το Ωραιόκαστρο της Σαλονίκης. Δείτε πού πήγε κι έχτισε ο καπετάνιος τη δεύτερη φωλεά του, όπου μάζεψε με τα χρόνια τη μεγάλη την τουρκόφωνη φαμίλια του πού ‘ταν σκορπισμένη στην Ελλάδα με την ανταλλαγή. Πηγαίνετε εκεί και θα καταλάβετε. Ο Κούκος Πιερίας δεν είναι μόνο ένα μαγικό καταπράσινο τοπίο που ξεχέρσωσαν οι πρόσφυγες (όπως γίνηκε κι εδώ με το Ωραιόκαστρο) στα 240 μέτρα υψόμετρο που βλέπει Αιγαίο, Όλυμπο και Σαλονίκη, είναι κι ένα φυσικό οχυρό! Κάθε σπίτι στις άκρες του έχει οπτική θέα χιλιόμετρα μακριά, κανείς δεν πλησιάζει δίχως να γίνει αντιληπτός. Σαν να το ήξερε ο Κισά Μπατζάκ, ότι οι μάχες πού ‘χε να δώσει δεν είχαν τελειώσει εκεί στην αλησμόνητη πατρίδα του. Είχε κι άλλες να δώσει εδώ, είκοσι χρόνια μετά, απέναντι στους Γερμανούς και στους ΕΑΜίτες (τους μπολσεβίκους όπως τους αποκαλούσαν οι τουρκόφωνοι Πόντιοι).

Ο καπετάνιος δεν μιλούσε πολύ. Τα λόγια δεν αγαπούσε. Καμιά στρατιωτική ακαδημία δεν έβγαλε, αλλά πώς θα μοιράσει τους άνδρες του σε διμοιρίες, ήξερε πολύ καλά. Και ποιους άνδρες να τοποθετεί σε κάθε ομάδα κι αυτό το κατείχε, καθότι ήξερε τα σόγια, τις συγγένειες, τις φιλίες και τους χαρακτήρες τους. Ωσάν ιερολοχίτες τους είχε. Διάλεγε σοφά τον τόπο που θα έδινε τη μάχη και το χρόνο.

 

Εκεί στον Δυτικό Πόντο οι Ρωμιοί τράβηξαν τα πάνδεινα για μια ολάκερη δεκαετία. Από τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913 μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ήδη από το 1911 όταν οι Αυστριακοί προσάρτησαν την Βοσνία και Ερζεγοβίνη, κι ύστερα όταν οι βαλκάνιοι σύμμαχοι έδιωξαν τους Οθωμανούς από τις ευρωπαϊκές τους κτήσεις, 380.000 πρόσφυγες μουσουλμάνοι άρχισαν να συρρέουν πρώτα στην Πόλη κι ύστερα να προωθούνται στην Μικρασία. Στα χωριά του Δυτικού Πόντου ήθελαν να τους εγκαταστήσουν τους άμοιρους οι Νεότουρκοι. Ύστερα ήρθεν ο Μεγάλος Πόλεμος το 1914 και άρχισε πρώτα η γενοκτονία των Αρμένιων και κατόπιν οι διώξεις, τα τάγματα εργασίας και οι δολοφονίες των Ρωμιών. Ένα καλά μελετημένο σχέδιο της φονικής τριάδας της Ιττιχάντ (Εμβέρ, Ταλαάτ, Τζεμάλ). Στα μέρη του Κισάμπατζακ, από τη Σινώπη και πέρα, οι Πόντιοι δεν είχαν την τύχη του Ανατολικού Πόντου όπου έστω και για δυό χρόνια υπήρχε η Ρώσικη κατοχή (1916-1918). Όπου, κι όταν ακόμη οι Ρωμιοί δεν ήσαν τα αφεντικά στην Τραπεζούντα, τουλάχιστον είχαν προστατευμένη τη ζωή τους.

Στην Ελλάδα έφθασαν με χίλια βάσανα κυνηγημένοι. Κι αφού τη γλώσσα τη ρωμαίικη δεν την κατείχαν, όλοι τους κοιτούσαν με μισό μάτι. Ακόμη κι οι άλλοι Πόντιοι της ράτσας τους. Θυμάμαι ακόμη τις γριές στο χωριό μας (Ωραιόκαστρο) όταν μιλούσαν γι’ αυτούς να λένε: ‘’Χάσε τους αυτούς, τουρκόφωνοι είναι’’…

 

Το λοιπόν, δυό ζωές έζησεν ο Κισάμπατζακ. Μια στον Πόντο τον Δυτικό από τότε που γεννήθηκε στα 1884 μέχρι το 1924 που ήρθε στην Ελλάδα. Και για τούτης της πρώτης ζωής του το έργο, σίγουρα θα ταίριαζε κι αγάλματα να του ‘στηναν και ύμνους να του ‘γραφαν. Η άλλη του ζωή ήταν εδώ, στα μέρη μας, μέχρι το 1944 όπου αυτοκτόνησε. Θα δούμε γιατί…

Πάμε τώρα…

Έγραφα στο ‘’Χαρακιά’’ για την «αλήθεια», πού ‘ταν ένας μεγάλος καθρέπτης ψηλά στον ουρανό. Κάποτε έπεσε κι έσπασε και σκορπίστηκε σε χίλια κομμάτια πάνω στη γης. Κι από τότε όταν οι άνθρωποι βρίσκουν ένα κομμάτι του, νομίζουν πως βρήκαν την αλήθεια. Πλανώνται. Την αλήθεια την ξέρεις μόνον όταν καταφέρεις να ενώσεις όλα τα κομμάτια και δεις μέσα. Ποιος μπορεί όμως;

Είπα λοιπόν κι εγώ να μαζέψω κάποια τέτοια κομμάτια μήπως και ξεκρίνω ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που τον λένε «δωσίλογο». Τι διάολο έκαμε; Πώς από ήρωας αντάρτης του Πόντου γίνηκε αυτό που γράφει η Βικιπαίδεια και συνάμα το βεβαιώνει κι η επίσημη (Θεός φυλάξει!) ιστοριογραφία του τόπου μας. Κάτι δεν μού κολλούσε. Η ιστορική μου διαίσθηση αρνούταν να δει, να πιστέψει πώς ένας τέτοιος άνδρας πρόδωσε έτσι στα καλά καθούμενα το γένος του και γερμανοντύθηκε.

 

Σκόρπια κομμάτια του καθρέπτη, λοιπόν. Ας δούμε κάποια από αυτά…

Στο Κούκο Πιερίας όπου ρίζωσε, δέκα με δώδεκα χρόνια μετά τον ερχομό των τουρκόφωνων Ποντίων, τα κτήματα που ξεχέρσωσαν δεν τους δόθηκαν με βούλα. Η οικογένεια των Βλάχων Καραββιδαίων ισχυριζόταν πως αγόρασε τα δάση και τα βοσκοτόπια από τους Τούρκους που έφυγαν, δίχως να δείξουν χαρτιά.

Όταν έφθασαν οι Γερμανοί το ’40, τι άλλο θα μπορούσε να κάμει ο Κισάμπατζακ πέρα απ’ αυτό που ήξερε πολύ καλά; Τι άλλο από το να προστατέψει τους ανθρώπους του και να πολεμήσει τον κατακτητή; Έφτιαξε το μικρό στρατό του, βρήκε όπλα και μάλιστα αρίστης ποιότητας. Απ’ αυτά που εμπορευόταν κάποιοι Έλληνες «πατριώτες» που τα ‘χαν αγοράσει από τους στρατιώτες μετά τη συνθηκολόγηση. Τέλος του ’42 μετά από συνεννόηση με τους εγγλέζους βοήθησαν έναν σύνδεσμό τους από τη Νέα Ζηλανδία αντάμα με έναν Κύπριο ασυρματιστή. Παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Γερμανών που είχαν στήσει τα πολυβολεία τους στην παραλία Αλυκών του Κίτρους, επτά χιλιόμετρα από τον Κούκο. Με το Νεοζηλανδό είχε επαφές κι ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Πιερίων Σαράντης Πρωτόπαπας (Κικίτσας). Ο Κικίτσας είδε την οργάνωση και τις ικανότητες των τουρκόφωνων Κουκιωτών και θέλησε να τους εντάξει στον ΕΛΑΣ, καθότι είχε πληροφορηθεί ότι ο Κισάμπατζακ σκόπευε να συνεργαστεί με την οργάνωση της Υ.Β.Ε. (Υπερασπιστές Βορείου Ελλάδος). Και τότες οι ΕΛΑΣίτες και η Υ.Β.Ε. είχαν διαφορές μεταξύ τους (μάλλον πιότερες απ’ όσες είχαν με τους Γερμανούς). Και τις διαφορές τις έλυναν με τα όπλα.

Ένα άλλο κομμάτι του σπασμένου καθρέπτη της «αλήθειας» που βρήκα, ήταν η συμβολή του Κισάμπατζακ στην διάσωση εκατόν πενήντα Εβραίων της Βέροιας με προτροπή και ενέργειες των Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιου Χρυσοχόου και του Διοικητή Χωροφυλακής της Βέροιας Σταυρίδη. Οι ΕΛΑΣίτες είχαν  αρνηθεί το αίτημά τους να τους κρύψουν, με την δικαιολογία ότι δεν είχαν στο βουνό τις κατάλληλες υποδομές για τη φιλοξενία τους. Κι έτσι τους επήραν στα σπίτια τους οι Κουκιώτες, οι κάτοικοι του διπλανού χωριού της Σεβαστής καθώς και στην Καστανιά, τον Κολινδρό, τη Μελίκη, την Παλατίτσια ενώ άλλοι κρύφτηκαν σε σπηλιές κοντά στους Αγίους Πάντες πάνω από τη Βεργίνα

Ψάχνοντας, βρήκα κι άλλα πολλά μικρά κομμάτια από τον σπασμένο καθρέπτη της αλήθειας. Για τις μάχες των ΕΛΑΣιτών με τους Κουκιώτες και για κείνα τα πενήντα άπειρα μικρά παιδιά της ΕΠΟΝ, τα αετόπουλα, που τα ‘στειλαν να πολεμήσουν τους έμπειρους Κουκιώτες. Και που σκοτώθηκαν όλα στη μάχη. Αναθυμήθηκα τώρα και μιαν άλλη ιστορία με κείνα τα εκατοσταριά αμούστακα παιδιά από τη Βέροια πού τα «εκπαίδευσαν» στα γρήγορα στη Λάρισα και τα ‘στειλαν στην πρώτη γραμμή οι «γενναίοι» Λεγεωνάριοι (ξέρετε, εκείνοι οι Βλάχοι που στην κατοχή ιταλοντύθηκαν και βροντοφωνούσαν τραγουδώντας: ‘’Μάνα μας είναι η Ρώμη!’’). Τα ‘στειλαν το λοιπόν πρώτα αυτά στη μάχη κόντρα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ κι εκείνοι τα ξεπάστρεψαν. Ας μην ανοίξουμε τώρα το στόμα μας κι αρχίσουμε να μιλάμε για τους συνεργάτες των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και για δωσιλογισμό. Σκεφθείτε μόνον πώς όταν μπήκαν εδώ στη Σαλονίκη οι Γερμανοί, ξεφύτρωσαν με μιας ένα σμάρι εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις και διαγκωνίζονταν ποια θα τους υπηρετήσει πρώτη. Όσο για ονόματα! Εδώ είναι να γελά και να κλαίει κανείς. Και ψάξιμο πολύ δεν χρειάζεται. Μερικές από τις οικογένειες αυτές (πολλές για την ακρίβεια) και απόγονοί τους, φιγουράρουν ως πρωτοκλασάτα στελέχη σε υπουργικές, βουλευτικές, επιχειρηματικές και άλλες θέσεις ακόμα πιο ψηλές! Απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Μη φανταστείτε πως είναι μόνον οι δεξιοί που νίκησαν στον εμφύλιο. Είπαμε απ’ όλο το πολιτικο-στραιωτικο-οικονομικό φάσμα. Θα απορήσετε πόσοι και ποιοι είναι! Κάποια τέτοια ονόματα μπορείτε να τα βρείτε στον ‘’Χαρακιά’’, αλλά ακόμα περισσότερα σε μια πλειάδα ιστορικών επιστημονικών συγγραμμάτων που άρχισαν πια να εκδίδονται καθώς πλησιάζουμε τα εκατό χρόνια από τη μαύρη εκείνη εποχή.

Βρήκα κι άλλα κομμάτια του καθρέπτη. Για την ομηρία των κατοίκων του Κούκου από τους ΕΛΑΣίτες και την δολοφονία της γυναίκας του Κισά Μπατζάκ (οι κόρες του σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του Κικίτσα), για τις συζητήσεις που είχε ο ΕΛΑΣ με τους Σλαβομακεδόνες Τέμπο και Γκότσε και την απέχθεια των Κουκιωτών για τους μπολσεβίκους. Από τον Πόντο ακόμη όταν ο Λένιν ξεφόρτωνε μυστικά στη σκάλα της Σινώπης όπλα και χρυσό για να πολεμήσει ο Κεμάλ τους Έλληνες, κι αυτά και άλλα πολλά που είναι Ιστορία πια, κι έχει γραφτεί από όλες τις πλευρές κι αυτός που θέλει να μάθει, μπορεί να ψάξει και να βρει…

 

Το λοιπόν, μια ψύχραιμη, σύντομη και κατατοπιστική παρουσίαση του ανδρός, μπορεί να αναγνώσει κανείς στο τέλος του άρθρου (παράρτημα) γραμμένη από τον σπουδαίο Στράτο Δορδανά. Αξίζει να τη διαβάσετε. Αντίθετα, το βιβλίο κάποιου κ. Ξανθόπουλου που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια τον Πόντιο οπλαρχηγό, είναι τόσο μεροληπτικό, κακογραμμένο, άκομψο και πρόχειρο, που εν τέλει ζημιώνει τη φήμη του Κισάμπατζακ. Παρόλα αυτά εάν το διαβάσει κανείς με προσοχή (απομονώνοντας άστοχες κρίσεις του συγγραφέα) μπορεί να μάθει αρκετά καθότι ο Ξανθόπουλος χρησιμοποιεί πρωτογενείς πηγές.

Το λοιπόν, η δική μου διαπίστωση είναι πως τούτος ο Κισάμπατζακ, δεν ήταν ακριβώς δωσίλογος. Δεν είναι περίπτωση, ούτε Δάγκουλα, ούτε Πούλου, ούτε Βήχου ούτε Ματούση.

Τότε τι ήταν;

Το ξαναλέω. Για να κρίνουμε μια ιστορική προσωπικότητα, οφείλουμε με κόπο και υπομονή να μαζέψουμε όσο πιο πολλά κομμάτια μπορούμε από εκείνον τον σπασμένο καθρέπτη της Αλήθειας που λέγαμε πριν. Σίγουρα δεν κατάφερα στο λίγο χρόνο που διέθεσα για τη συγγραφή τούτου του άρθρου να μαζέψω αρκετά.

Όσον αφορά δε την κατηγορία περί δωσιλογισμού που του προσάπτει (αβασάνιστα μάλλον) κυρίως η αριστερή ιστοριογραφία, εάν ήμουν δικαστής και εάν επρόκειτο να εκδώσω κάποια απόφαση, σίγουρα θα τον είχα απαλλάξει λόγω αμφιβολιών. Πολλών αμφιβολιών!

 

Παράρτημα 1ον

 

Στράτος Δορδανάς, από το βιβλίο του «Έλληνες εναντίον Ελλήνων». Εκδόσεις Επίκεντρο 2006.

‘’… εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Γιατί εάν όλοι οι προηγούμενοι υπηρέτησαν τους Γερμανούς με τη θέλησή τους, σε έναν συνδυασμό απατεωνίστικου καιροσκοπισμού και ιδεολογίας, ο Κισάμπατζακ (Κοντοπόδαρος) τους προσέγγισε κάτω από την αδήριτη ανάγκη της σύγκρουσής του με τον ΕΛΑΣ. Είναι αστείο ακόμα και αν ειπωθεί ότι ο τουρκόφωνος αυτός επαγγελματίας πολεμιστής (ήταν οπλαρχηγός στον Πόντο) είχε την παραμικρή ροπή προς τον εθνικοσοσιαλισμό, τον οποίο πιθανότατα δεν καταλάβαινε. Είναι γεγονός όμως ότι ενόψει του μείζονος (κατ’ αυτόν) καθήκοντος, δηλαδή της αντιπαράθεσης με τον ΕΛΑΣ, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και μάλιστα λίαν επωφελώς γι’ αυτούς, καθώς δεν ήταν στρατηλάτης της φακής, όπως ο Πούλος ή ο Βήχος, αλλά πραγματικός, σκληροτράχηλος πολεμιστής.

Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Δυτικό Πόντο, όπου και σχημάτισε την πρώτη αντάρτικη ομάδα. Υπήρξε επικεφαλής του ποντιακού αντάρτικου ως το τέλος. Στα 1924 εγκαταστάθηκε στον Κούκο Πιερίας. Στην αρχή της κατοχής πήγε στην Ήπειρο για να αγοράσει όπλα που είχε εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός. Λέγεται ότι έφερε περί τα 1500 όπλα στην Πιερία, αριθμός που φαντάζει υπερβολικός. Δείχνει ωστόσο την απόφαση των τουρκόφωνων Ποντίων να υπερασπιστούν μόνοι τους με το όπλο στο χέρι τα χωριά και τις οικογένειές τους.

Ο ΕΛΑΣ όπως και η ΠΑΟ, προσπάθησε να εντάξει τον Παπαδόπουλο στις γραμμές του, γεγονός που θα σήμαινε ταυτόχρονη ένταξη και όλου του τουρκόφωνου ποντιακού στοιχείου της περιοχής. Η προσπάθεια όμως έγινε άτσαλα, με τον συνήθη τρόπο του ΕΛΑΣ, χωρίς να δίνεται κανένα περιθώριο αυτονομίας στις κινήσεις και τη διοίκηση. Από την πλευρά του οπλαρχηγού υπήρχε ήδη έντονη εχθρότητα προς τους Ρώσους κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν βοηθήσει τον Κεμάλ, εις βάρος του αγώνα. Για τους λόγους αυτούς, ο αρραβώνας με τον ΕΛΑΣ δεν έγινε ποτέ. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στο τέλος μιας συνάντησης στελεχών τους ΕΛΑΣ με τον Κισάμπατζακ, έγινε μια αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του. Ακολούθησαν εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και ΠΑΟ, από την άνοιξη ως το φθινόπωρο του 1943 με επικράτηση του ΕΛΑΣ και αποχώρηση των άλλων αντιεαμικών από την περιοχή. Ωστόσο, ο Κισάμπατζακ παρέμεινε επί τόπου, ως επικεφαλής όσων ενόπλων αντιεαμικών είχαν απομείνει.

Τότε μπήκαν στο παιγνίδι οι Γερμανοί. Ο Κισάμπατζακ τους ζήτησε να μην έρθουν στον Κούκο, που ήταν γεμάτος όπλα, για να μπορέσει να συνεχίσει την άμυνά του έναντι του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί συμφώνησαν ευχαρίστως, χωρίς όμως να δώσουν πρόσθετο οπλισμό, όπως ζήτησε ο πόντιος οπλαρχηγός. Κάτι του έκαναν αργότερα, όταν ο Κούκος κατόρθωσε να αποκρούσει τις πρώτες επιθέσεις του ΕΛΑΣ, στο τέλος του 1943. Αποχωρώντας οι Ελασίτες πήραν μαζί τους περίπου 150 ομήρους, μεταξύ των οποίων η γυναίκα και η κόρη του Κισά Μπατζάκ. Η μάχη κράτησε από τις 17 έως τις 24 Νοεμβρίου 1943, οπότε επενέβησαν οι Γερμανοί υπέρ των αμυνόμενων. Ένα μήνα αργότερα οι Γερμανοί απελευθέρωσαν τους ομήρους που είχε πάρει ο ΕΛΑΣ, εκτός από 8 που εκτελέστηκαν. Μεταξύ των 8 ήταν η γυναίκα και η κόρη του πόντιου αρχηγού.

Μετά απ’ όλα αυτά ο Κισάμπατζακ βρέθηκε πολύ ενισχυμένος. Μπόρεσε να επεκτείνει την «άμυνά» του εναντίον του ΕΛΑΣ σε πολλά χωριά της περιοχής, στα οποία δημιουργήθηκαν αντικομουνιστικές επιτροπές, που εξοπλίστηκαν και σχημάτισαν μεταξύ τους δίκτυο. Το άμεσο όφελος για τους Γερμανούς ήταν προφανές: ο ΕΛΑΣ δεν μπορούσε πλέον να απειλεί την Κατερίνη και την σιδηροδρομική γραμμή, ενώ και οι γραμμές ανεφοδιασμού του έγιναν επισφαλείς. Σε μια από τις τοπικές συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ σκοτώθηκε και ο γιός τους Κισάμπατζακ γεγονός που αντί να κάμψει σκλήρυνε ακόμη περισσότερο το φρόνημα του οπλαρχηγού.

Το καλοκαίρι του ΄44 ο Κισάμπατζακ, αδιαμφισβήτητος πλέον αρχηγός των αντιεαμικών δυνάμεων που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, μετέφερε την έδρα του στη Θεσσαλονίκη και από εκεί διηύθυνε τον πόλεμο κατά του ΕΛΑΣ σε ολόκληρη τη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, βρέθηκε χρόνος για μια επίσκεψη στη Βιέννη (!) και, φυσικά για συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ μετά την απόπειρα δολοφονίας του. Αλλά οι Γερμανοί αποχωρούσαν. Έτσι, το τέλος του καλοκαιριού βρήκε τον Κισάμπατζακ να διαπραγματεύεται την ένταξή του στον ΕΔΑΣ, προκριμένου να σώσει την κατάσταση: ο ΕΛΑΣ περίμενε έτοιμος να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς και η κυβέρνηση στο Κάιρο είχε καταδικάσει απερίφραστα τους συνεργάτες των Γερμανών. Οι διαπραγματεύσεις με τον ΕΔΕΣ παραλίγο να πετύχουν, αλλά απέτυχαν και ο βασικός λόγος ήταν η συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία, ως μείζον πολιτικός στόχος, επέβαλε στους Άγγλους την (καιροσκοπική και ανειλικρινή) καταδίκη των ‘’Ταγμάτων’’…

Ο επίλογος γράφτηκε στο Κιλκίς, όπου μετά τη μάχη, προσπαθώντας να οδηγήσει μια μεγάλη ομάδα ανδρών του, ο Κισάμπατζακ τραυματίστηκε και αυτοκτόνησε.

Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφθεί ότι εάν οι διαπραγματεύσεις με τον ΕΛΑΣ, για την ένταξη του Κυριάκου Παπαδόπουλου, άρα και των χιλιάδων ένοπλων τουρκόφωνων ποντίων, είχε ευτυχή κατάληξη, η Ιστορία της Αντίστασης και του Εμφυλίου πιθανόν να ήταν εντελώς διαφορετική, στην Κεντρική Μακεδονία.’’

 

Παράρτημα 2ον

 

Έχει ενδιαφέρον επίσης να δούμε πως περιγράφει τους τουρκόφωνους του Κισάμπατζακ ο Γιώργος Κρήτος (καπετάν Θαλής) πού ‘ταν τότες εκπρόσωπος του ΕΑΜ στο 50ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ.

 

‘’… μητρική τους γλώσσα η τουρκική. Και παρόλο που από το ’22 ήρθαν στην Ελλάδα, οι γεροντότεροι εξακολουθούν να μην ξέρουν γρι ελληνικά. Είναι φανατισμένοι χριστιανοί. Τους διακρίνει ένα είδος μοιρολατρίας και σπαρτιάτικης πειθαρχίας που την επιτείνει το χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο. Υπακούνε στον αρχηγό τους τυφλά. Ό,τι πει αυτός. Πως μπορεί να μην είναι σωστό αυτό που θα πει ο αρχηγός; Έχουν όμως κι ένα προσόν που δεν το έχουν οι άλλοι και κανένας δεν μπορεί να τους το αρνηθεί. Είναι άριστοι πολεμιστές, φημισμένοι σκοπευτές, ατρόμητοι πάνω στη μάχη, σωστά παλικάρια.’’

 

Αναφέρει λοιπόν ο καπετάν Θαλής ότι ήταν φανατισμένοι Χριστιανοί. Όχι! Φανατισμένοι δεν ήταν. Πιστοί Χριστιανοί ήταν. Και οργανωμένοι όπως όλοι οι Ρωμιοί μέσα στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν ένα γεφύρι το χωριό; Ο εύπορος έμπορος (εκ Ρωσίας συνήθως) έβαζε τα χρήματα για να αγοραστούν τα υλικά κι οι κάτοικοι το ‘χτιζαν με την προσωπική τους εργασία, όσοι μπορούσαν κι ήταν ικανοί. Οι δημογεροντίες των πόλεων, οι προεστοί των χωριών φρόντιζαν το ποίμνιό τους. Το αντιπροσώπευαν απέναντι στην Οθωμανική διοίκηση κάλυπταν όλες τις κοινοτικές ανάγκες καθότι το κράτος για το μόνο που νοιαζόταν ήταν η συλλογή των φόρων. Έτσι γίνηκε και στον Κούκο και σ’ όλα τα χωριά τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Κι εδώ στο Ωραιόκαστρο επίσης. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον κι όλοι μαζί φρόντιζαν για τον τόπο τους. Οι τουρκόφωνοι, μπορεί να μην κατείχαν τη ρωμαίικη λαλιά, αλλά τα ονόματά τους ήταν πιότερο αρχαιοελληνικά κι οι γυναίκες τους σωστές αμαζόνες που βαστούσαν όπλο και συνέτρεχαν τους άνδρες όταν υπήρχε χρεία.

 

Υπήρχαν όμως κι αντάρτες Πόντιοι στα βουνά που πολεμούσαν αντάμα με τους ΕΛΑΣίτες. Πολλοί. Και το ‘φερεν έτσι οι μοίρα κι έτυχε να λογαριάζουν τον Κισάμπατακ και τους τουρκόφωνους του Κούκου ωσάν τους χειρότερους εχθρούς, κι απ’ τους Γερμανούς ακόμα. Τούτο το τραγούδι το ‘λεγαν και το ξανάλεγαν στην ανάπαυλα από τις μάχες:

Αντάρτε μ’ σα ψηλά ρασιά
ποιός μαγειρέβ’ και φάισε
ποιος πλεν’ τα λώματα σ’,
κάθε Σάββα αλάισε;

Αντάρτε μ’ επαρεξένκασε
το σπίτι μ’ εφκαιρώθεν,
ελέπα το και σιαίρουμαν
το όπλον ντε φορτώθες.

Αντάρτες κάψτε τον Κούκον
και ποίστε ατόν μανέαν,
της κουκουβάγιας το πουλίν
να χτιζ’ απές φωλέαν.

Κοντός εν ο Κισάμπατζακ
μετ’ έναν πιστολόπον,
λάσκεται απές σον Κούκον
σαλαχανάς σκυλόπον

Ανάθεμα Κισάμπατζακ
το κοντόν το ποδάρι σ’
έρθανε και αντάρτες μας
επήραν το κεφάλι σ’.

Τι μένει άλλο να πούμε;

Ότι ο βάσανος της Ιστορίας είναι πικρός και γλυκύς συνάμα. Και την Αλήθεια για να τη βρεις, πρέπει να ‘ναι ο νους σου ψηλός (κατά πως λέει ο ποιητής). Και να αναζητάς πέτρα και λάσπη να την κτίσεις τηn Αλήθεια, να την ορθώσεις ώστε να στέκεται αγέρωχη. Κόντρα στους αγέρηδες και τις καταιγίδες. Να την μερεμετίζεις άοκνα πρέπει την Αλήθεια κι αν πέσει και γκρεμιστεί, ν’ αρχίσεις να τη χτίζεις πάλι απ’ την αρχή… με άλλα υλικά…

 

vendo

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.